Γύρω στ0 1895 ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος μαζί με τον αδερφό του Σπύρο, έρχονταν από τους Μύλους με το αμάξι τους φορτωμένο σίδερα. Στο βρωμονέρι, εκεί που έλεγαν ότι κάποτε είχε γίνει φονικό, τα άλογα σταμάτησαν. Παρά τις καμτσικιές τα ζώα δεν εννοούσαν να προχωρήσουν ούτε σπιθαμή. Τα δύο αδέρφια δεν μπορούσαν να καταλάβουν το γιατί, όταν ξαφνικά συνέβη κάτι το απίστευτο. Τα άλογα άρχισαν να ανυψώνονται στον αέρα. Απόμειναν να αιωρούνται λίγο πιο πάνω από το έδαφος, χωρίς τα πόδια τους να πατούν στο χώμα. Τα δύο αδέρφια δεν είχαν προλάβει να συνέλθουν από την έκπληξη και την τρομάρα τους, όταν ένα περίεργο πλάσμα φάνηκε να τους πλησιάζει : ήταν "κάτι σαν σκυλάκι" που μετά έγινε κάτι "σαν άνθρωπος". Ο Κωνσταντίνος δεν έχασε την ψυχραιμία του : σηκώνοντας το όπλο που είχε μαζί του έριξε μια πιστολιά. Το πλάσμα εξαφανίστηκε, αλλά ό φόβος και η τρομάρα τους έμειναν για πολύ καιρό.