Αυτή δέ ή ναύς καθ' όλη τήν διάρκεια τής ήμέρας μέ τεντωμένα πανιά άρμένιζε στόν Πόντο. Εδυσε ό ήλιος καί όλοι σί θαλασσινοί δρόμοι σκοτείνιασαν, σάν πλησίαζε τό πλοίο έκεί στά πέρατα πού τελειώνει ο κινούμενος στό βάθος 'Ωκεανός. 'Εκεί όπου τών Κιμμερίων άνδρών ή περιοχή καί ό οικισμός ήταν σκεπασμένος άπό σκοτάδι καί όμtχλη. Ποτέ αύτούς ό λαμπρός ήλιος δέν τούς βλέπει μέ τις άκτϊνες του,  ούτε όταν βαδίζει στόν άστερόεντα ούρανό ούτε όταν έπιστρέφει πίσω άπ' τή γή, άλλά νύχτα όλέθρια ξαπλώνεται πάνω άπ' τούς δύστυχους αύτούς άνθρώπους, (Οδύσσεια Λ.14)