Θεογονία 690-704

«Ούτε αυτός άκόμη ο Δίας δέν μπόρεσε να συγκρατήσει τήν παραφορά του. 'Αλλά  και αυτού αμέσως πλημμύρισε ή ψυχή από ορμή καί εντελώς απρόσμενα φανέρωσε ολόκληρη τή δυναμή του. Καί άμέσως είτε άπ' τόν Ούρανό είτε άπό τόν "Ολυμπο έξυκοντίζοντας φλόγες κατήρχετο μέ περίσκεψη χωρίς σταμάτημα. Οί δέ κεραυνοί καί άμέσως έπειτα ή τρομερή βροντή καί ή φοβερή λάμψη πετούσαν. Καί μέ τό στιβαρό του χέρι τήν Ιερή φλόγα στροβίλιζε.
» Κι' έντός τού ίδιου χρόνου ή χθόνιος ύλη, πού είναι αίτία κάθε ζωής, έκρηγνύετο καιόμενη, κι' άπ' τή φωτιά έτριζε, μέ τρόπο πού είναι άδύνατο νά έκφράσω. Πυρακτωμένη δέ τήν αίσθανόσουνα όλη τήν γή ώς τού 'Ωκεανού καί τού άστείρευτου Πόντου τήν κοίτη. 'Η δέ πυρώδης πνοή περιέβαλλε τούς Τιτάνες, τούς θνητούς, ή δέ φλόγα πάνω πέρα άπ' τήν
άτμόσφαιρα στόν αιθέρα, πού μόνον οί άνήκοντες στόν Δία φθάνουν, άνείπωτα τά μάτια τους τύφλωνε, όσο γενναίοι κι' άν ήσαν : ή λευκόφωτη φλόγα σάν τήν αύγή έμοιαζε άπ' τήν άστραπή καί τούς κεραυνούς. Θερμότητα άδιανόητα υψηλή γέμιζε τό άπύθμενο ρήγμα, χώνονταν παντού
στά μάτια πού έβλεπαν, στ' αυτιά πού φρικίαζαν στό άκουσμα. Έμοιαζε σάν νά έσμιγε ή γή μέ τόν Ούρανό σέ μιά φοβερή σύγκρουση. Τόσο μεγάλο ήταν τό ύποχθόνιο βουητό, πού νόμιζες ότι συντρίβονταν ή γή κι ο ούρανός γκρεμιζόταν».