Ο θρύλος που σήμερα τείνει να ξεχαστεί και που μας τον διηγήθηκε ένας γέροντας του χωριού αναφέρει τα εξής : Κάποιος περίεργος ξένος ερχόμενος από το εξωτερικό, μετακόμισε στο χωριό, η ακριβής ημερομηνία δεν είναι γνωστή, πάντως πρέπει να χρονολογείται ανάμεσα στο 1780 και στο 1820. Μαζί του έφερε πολλές αποσκευές το περιεχόμενο των οποίων ήταν βιβλία. Καθ’ όλο το διάστημα που έμεινε εκεί υπήρξε αρκετά απόμακρος απέναντι στους ντόπιους. Ποτέ δεν επιχείρησε να έρθει σε επαφή μαζί τους, αντιθέτως «προτιμούσε να ξημεροβραδιάζεται πάνω από τα βιβλία». Τα βράδια που μελετούσε, περίεργες φωνές ακούγονταν από το σπίτι και τον κήπο του. Όσοι περνούσαν από εκεί τη νύχτα, κυρίως βοσκοί, ανέφεραν ότι άκουγαν γυναίκες που άλλοτε τραγουδούσαν και άλλοτε έκλαιγαν, βροντερές φωνές που ούρλιαζαν λόγια ακατανόητα καθώς και απόκοσμους ήχους που σπάζανε την νυχτερινή ησυχία του χωριού…

Κάποια νύχτα με «σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι», ένας βοσκός που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του ξένο, άκουσε ένα μεγάλο γδούπο και φασαρία από το σπίτι, ενώ είδε και μια περίεργη λάμψη σε ένα από τα παράθυρά του. Γύρισε έντρομος στο χωριό και ενημέρωσε τους συγχωριανούς του για το τι είχε ακούσει και είχε δει. Την επόμενη αποφάσισαν να επισκεφτούν τον ξένο…

Φτάνοντας στο σπίτι του, οι χωριανοί πρόσεξαν ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή. Φώναξαν τον οικοδεσπότη αλλά δεν εμφανίστηκε κανείς. Μπαίνοντας μέσα βρήκαν το τραπέζι στρωμένο και το φαγητό στο πιάτο ενώ το τζάκι μόλις είχε σταματήσει να καίει. Επιπλέον, πολλά βιβλία ήταν πεταμένα κάτω στο πάτωμα ενώ καρέκλες και άλλα μικροέπιπλα ήταν ριγμένα στο δάπεδο. Όλα έδειχναν ότι ο ξένος είχε φύγει πολύ βιαστικά μέσα σε μεγάλη φασαρία. Τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα στο σπίτι ήταν κάποια περίεργα δερματόδετα βιβλία καθώς και κάποια περίτεχνα μεταλλικά φυλαχτά που κοσμούνταν από μαγικές σφραγίδες. Κάποιος που ήξερε από αυτά είπε ότι ήταν Σολωμονικές, πράγμα που με το άκουσμά τους και μόνο έτρεψε τους υπόλοιπους σε φυγή από το σπίτι. Ύστερα από μια εβδομάδα οι χωριανοί αποφάσισαν να κάψουν το σπίτι. Ο θρύλος λέει ακόμα ότι κάποιος διέσωσε τα βιβλία και τα φυλακτά πριν καούν και τα κράτησε ο ίδιος.

Από το βράδυ της εξαφάνισης του ξένου και έπειτα διάφορα περίεργα άρχισαν να συμβαίνουν στο χωριό. Το πιο συχνό φαινόμενο ήταν η εμφάνιση κακόβουλων όντων που τρομοκρατούσαν και χτυπούσαν τους κατοίκους.

Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που μας ανέφερε η κ. Μαρία για τη γιαγιά της : «Η γιαγιά μου είχε βγει το βράδυ σε ένα κοντινό δάσος να μαζέψει ξύλα για τη φωτιά, ώσπου ξαφνικά είδε μπροστά της τρεις μάγισσες να αιωρούνται. Ήταν γυμνές, χόρευαν και τραγούδαγαν. Μόλις αντιλήφθηκαν τη γιαγιά, την περικύκλωσαν. Τότε μια από αυτές την είπε : «Αν μιλήσεις σε κανένα γι’ αυτό που είδες θα πεθάνεις. Και για να δεις ότι δεν αστειευόμαστε, κοίτα αυτό, θα κατεβάσω το φεγγάρι στα πόδια μου». Η μάγισσα χάραξε πρώτα στο έδαφος κάποια περίεργα σύμβολα και μετά σχημάτισε γύρω τους ένα φίδι που δάγκωνε την ουρά του. Έπειτα πήρε ένα ξύλο, το χτύπησε στο χώμα και μέσα από μεγάλο βουητό κατέβασε το φεγγάρι στο έδαφος. Η γιαγιά μου είχε τρομοκρατηθεί από αυτό που είδε και έβαλε τα κλάματα. Όταν την άφησαν να φύγει, γύρισε τρέχοντας στο χωριό και δεν μίλησε για εφτά χρόνια από το σοκ που είχε πάθει. «Τώρα είμαι αρκετά γριά, με παιδιά και εγγόνια. Αν θέλουν να με σκοτώσουν δεν με νοιάζει»».

Επιπλέον υπάρχουν ιστορίες για εμφανίσεις κακόβουλων όντων με παράξενες μορφές. Άγγελος πάνω σε άρμα από φωτιά, γέρος πάνω σε κροκόδειλο, άνθρωπο με ουρά φιδιού πάνω σε άλογο είναι μερικές από αυτές. Το περίεργο είναι πως αν κάποιος ρίξει μια ματιά στο βιβλίο Το μικρό κλειδί του Σολομώντα, θα βρει πως αυτές είναι οι μορφές με τις οποίες εμφανίζονται οι Μπελιάλ, Αγιάρες και Μπαθίν όπως αναφέρονται στην αγγλική έκδοση του βιβλίου σε μετάφραση S.L. MacGregor Mathers.

Μεγάλη δυστυχία είχε πέσει στο χωριό εξαιτίας αυτών των όντων, τα οποία διέπρατταν όχι μόνο υλικές αλλά και σωματικές ζημιές. Χαρακτηριστικά η κ. Λένα θυμάται μια ιστορία που της διηγήθηκε η μητέρα της για τη γιαγιά της : «Η γιαγιά μου ένα βράδυ σε ηλικία 20 χρονών, βρισκόταν μόνη της στο σπίτι επειδή η μητέρα της δούλευε κάπου έξω. Ξαφνικά μεγάλοι γδούποι άρχισαν να ακούγονται από το ταβάνι, σαν κάποιος αρκετά βαρύς να περπατούσε πάνω. Προσπάθησε να βγει έξω και να καλέσει βοήθεια από τους γείτονες αλλά η πόρτα έμενε ερμητικά κλειστή. Όσο η ώρα περνούσε τόσοι οι γδούποι γίνονταν πιο δυνατοί ενώ περίεργες φωνές που μιλούσαν λόγια ακατανόητα έσκιζαν τον αέρα. Η γιαγιά μου τρομοκρατήθηκε και άρχισε να ουρλιάζει για βοήθεια. Σε λίγο οι γδούποι σταμάτησαν απότομα και δύο περίεργες φιγούρες, σκοτεινές, πολύ ψηλές φάνηκαν από το παράθυρο. Η μια από αυτές γύρισε και κοίταξε τη γιαγιά μου η οποία ένιωσε τα πόδια της να κόβονται και έπεσε κάτω. Η φιγούρα γύρισε προς την άλλη κατεύθυνση και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Η γιαγιά μου έκανε να περπατήσει δυόμιση χρόνια από τότε».

Οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα παρά μόνο να προσευχηθούν για βοήθεια από το Θεό και τους Αγίους. Και η βοήθεια δεν άργησε : Κάποιο βράδυ ένα κορίτσι ονειρεύτηκε την Παναγία να της μιλάει : «Απέναντι από το φαράγγι, στους Χουλιαράδες (ένα κοντινό χωριό), κάτω από τη μηλιά θα σκάψεις και θα με βρεις. Πάρε με από εκεί γιατί δεν μου αρέσει και φέρε με στο Ελληνικό». Την επόμενη μέρα η μικρή ειδοποίησε τον πατέρα της και μαζί πήγαν και έσκαψαν στο σημείο που είχε δει στο όνειρό της. Πράγματι βρήκαν μια εικόνα της Παναγίας την οποία και προσπάθησαν να πάρουν στο Ελληνικό. Πράγμα που δεν τους επιτράπηκε από τους κατοίκους των Χουλιαράδων οι οποίοι μάλιστα ξεκίνησαν να χτίζουν εκκλησία στο σημείο εκείνο για να στεγάσουν την εικόνα. Η εκκλησία αυτή όμως δεν στέριωνε και η εικόνα δεν καθόταν ούτε στιγμή όρθια στο πρόχειρο στασίδι που είχε φτιαχτεί. Κάποιο κοντινό βράδυ το κορίτσι ονειρεύτηκε ξανά τη Παρθένο : «Γιατί με άφησε εδώ; Δεν μου αρέσει, να με πάρεις και να με πας απέναντι στη Τζούκα (ψηλός βράχος), να μπορώ να σας βλέπω και να σας προσέχω. Έτσι την επόμενη η μικρή διηγήθηκε την ιστορία στον πατέρα της ο οποίος με τη σειρά του έπεισε τους κατοίκους των Χουλιαράδων να δώσουν την εικόνα στο Ελληνικό όπου και θα χτιζόταν ναός για να τη στεγάσει.

Ολόκληρο μοναστήρι χτίστηκε προς τιμή της εικόνας. Την επόμενη μάλιστα από την περάτωση του χτισίματος του ναού βρέθηκαν στο κεφαλόσκαλο της εισόδου τα παλιά δερματόδετα βιβλία Σολομωνικής που είχαν διασωθεί από το σπίτι του ξένου. Ο ιερέας που τα βρήκε τα έκρυψε κάπου μέσα στο μοναστήρι όπου βρίσκονται μέχρι και σήμερα. Κανείς δεν έμαθε που. Άλλοι πιστεύουν πως είναι κρυμμένα κάτω από την Αγία Τράπεζα του ναού, άλλοι ότι βρίσκονται θαμμένα κάτω από τον πλάτανο που έχει φυτρώσει στην είσοδο του μοναστηριού, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι τα έκρυψε σε μια σπηλιά κάτω από το μοναστήρι. Κανένας ντόπιος δεν έμαθε που πήγαν τα βιβλία. Όλοι όμως ήταν ευχαριστημένοι που ήταν κρυμμένα και φυλάσσονταν από την ίδια την Παναγία. Κάπως έτσι τελειώνει ο θρύλος με το μοναστήρι να βρίσκεται εκεί, από τότε μέχρι σήμερα, άγρυπνος φρουρός φυλώντας τον «καταραμένο» τούτο τόπο από κάθε λογής στοιχειό και μαγεία και κρατώντας κρυμμένα μέσα στα σπλάχνα του τα «σατανικά» βιβλία που τόσα κακά είχαν φέρει στο χωριό.