Γύρω στα 1928 ο ταξιτζής Μιχάλης Γκιώνης ταξίδευε από την Αθήνα στο Διαβολίτσι Μεσσηνίας, έχοντας για επιβάτες ένα νεκρό και τρεις συγγενείς του. "Θα ήτο η ώρα ως δύο μετά τα μεσάνυχτα, που περνούσαμε τον Αχλαδόκαμπο και ανεβαίναμε τις ανηφορικές κορδέλλες, όταν βλέπω έξαφνα αριστερά του δρόμου ένα χαριτωμένο παιδάκι, έως δύο ετών να παίζει με την ταχύτητα του αυτοκινήτου όπως παίζουν τα σκυλιά και να μου ζητάει συγχρόνως να του δώσω ένα τσιγάρο. Γυριζω τότε και βλέπω τον παραπλεύρως μου καθήμενον και με νεύμα τον ερωτώ τι είναι. Εκείνος αντί να μιλήσει έβαλε το δάκτυλο κάθετο στο στόμα του γνέφοντάς μου να μείνω άφωνος. Τότε και εγώ φουλάρω τη μηχανή μου για να φύγω το γρηγορότερο από το μέρος αυτό και συγχρόνως ακούω λιθοβολισμούς στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου. Ο τρόμος που δοκιμάσαμε όλοι μ' εκανε να αναπτύξω τέτοια ταχύτητα που φτάσαμε δύο ώρες νωρίτερα στο Διαβολίτσι. Όταν φτάσαμε οι πρώτοι χωρικοί που μας συνάντησαν αντελήφθησαν πως κάτι σοβαρό μας είχε συμβεί, γιατί ο φόβος και ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος ακόμη στα πρόσωπά μας. Όταν τους είπαμε τι μας συνέβη μας ρώτησαν αν ο νεκρός ήταν διαβασμένος από παπά στην Αθήνα. Και όταν τους είπαμε όχι, μας απάντησαν ότι εξ αιτίας αυτού προήλθε το συμβάν". (Εφημερίδα Ακρόπολις 17-6-1934).