Μπαμπούγερα Κ.Βρύσης |
Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ν. Δράμας
Παλαιότερα ήταν εντονότατα παρών και ένας δεισιδαιμονικός φόβος για νυχτερινά παράξενα όντα και αστρικές επιδράσεις, επειδή η περίοδος αυτή συμπίπτει με μια καμπή του ετήσιου κΰκλου του Ηλίου (χειμερινές τροπές).
Το Δωδεκαήμερο επίσης αποτελούσε και μια περίοδο ανάπαυλας, ιδιαίτερα για τους γεωργούς, απαραίτητης υστέρα από την εντατική εργασία της σποράς που προηγήθηκε.
Μπορούμε, γενικότερα, να παρατηρήσουμε ότι τα έθιμα του Δωδεκαημέρου παρουσιάζουν ανάμεικτο χαρακτήρα χριστιανικών εκδηλώσεων και παγανιστικών συνηθειών.
Στο βάθος υπάρχει η κοινή πεποίθηση ότι όλα τελούνται, την κρίσιμη αυτή εποχή των χειμερινών τροπών του Ηλίου, για την καλή χρονιά στην ευρύτερη έννοιά της, της πλούσιας καρποφορίας και της καλής υγείας.
Στο πνεύμα αυτό της ευετηρίας κινούνται και τα έθιμα στην περιοχή της Δράμας. Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές που ακολουθούν.
«Από τα Χριστούγεννα μέχρι τις έξι Ιανοναρίου είναι το Δωδεκάμερο. Τότε βγαίνουν οι καλικαντζαραίοι. Ακούς και τραγουδούν και χτυπούν. Παρουσιάζονται στο δρόμο σαν φαντάσματα, διάφορες φάτσες ανθρώπων και μόλις αρχίζει να πλησιάζει να βγαίνει ο ήλιος χάνονται. Για να φύγουν ρίχνομε στάχτη γύρω από το σύνορο του σπιτιού απέξω την παραμονή των Θεοφανείων πριν βγει ο ήλιος. Είναι στάχτη από το τζάκι όλο το Δωδεκάμερο.
Αφήνομε όλο το Δωδεκάμερο στη φωτιά ξύλο από οπωρικά, αχλαδιά.
Στη Γέννηση, τ’ Αϊ-Βασίλη και τα Φώτα, όταν καθόμαστε να φάμε, παίρνομε απέ κείνη τη φωτιά και θυμιάζει ο αρχηγός της οικογένειας. Πρώτα στο σπίτι απάνω και λέγει τα Χριστούγεννα:
‘Να μας βοηθάει η γέννηση του Ιησού Χριστού’.
Τ’ αϊ-Βασίλη: ‘Να μας βοηθάει ο αϊ-Βασίλης. Καλή χρονιά, καλό μπερικέτι.
Και τα Φώτα: ‘Να μας βοηθάει η Βάφτιση’.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς πάνε τα παιδιά, πριν βγει ο ήλιος, παίρνουν βουβό νερό από τη βρύση, να μην τα ανταμώσει άλλος.
Και να σε ανταμώσει, να μη μιλήσεις.
Το νερό αυτό το χύνομε και πλενόμαστε.
Στις δύο του μηνός Ιανουαρίου πρωί-πρωί κάνομε το ποδαρικό. Από το πρωί και ύστερα αρχινούν τα παιδιά να γυρνούν τα σπίτια και χτυπούν τις πόρτες και φωνάζουν ‘κουκουρίκου ’. Όταν τους ανοίξουν μπαίνουν μέσα και τα φιλεύουνε.
Εύχονται καλή χρονιά.
Δίνει ο νοικοκύρης στα παιδιά άλας και μια πουρναριά.
Καίει την πουρναριά και ρίχνει το άλας και λέει:
‘Όπως σκάζει το άλας, να σκάζουν τα χαμπάρια (αμπάρια, αποθήκες)’.
Τα Θεοφάνεια, μετά το μεγάλο αγιασμό, παίρνομε πρώτα φρέσκο νερό για την οικογένεια, γιατί ώς τότε το νερό είναι αβάφτιστο
. Και μετά όλοι ποτίζομε τα ζώα μας στη δεξαμενή, που κάνομε τον αγιασμό. Ρίχνει ο παπάς το σταυρό, βουτούν πέντε-δέκα παιδιά μέσα, βρίσκουν το σταυρό και γυρίζουν όλα τα σπίτια και μαζεύουν χρήματα για την εκκλησία. Κείνο το βράδυ, παραμονή Φώτων, δεν τρώγομε λιγδά, ούτε λάδι, ούτε τίποτα και ο παπάς κάνει αγιασμό την παραμονή. Πάνω στο ψωμί βάζομε καρύδια, τα Φώτα».
«Την παραμονή των Χριστουγέννων θυμιάζομε το τραπέζι και τρώμε. Ο νοικοκύρης θυμιάζει όλο το σπίτι και τα ζώα όλα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πάλι θυμιάζομε και μετά, όταν φάμε και ύστερα, όλη η οικογένεια πιάνομε το τραπέζι, το σηκώνομε και το πάμε παρακείθε και λέμε: Έδώ ο Θεός, εδώ και το τραπέζι’, τρεις φορές. Όλη τη νύχτα έτσι είναι το τραπέζι με την πίτα, δεν το σηκώνομε για να ρθει ο άγιος Βασίλειος να φάει.
Μετά το τραπέζι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, κάθε σπίτι έχει από ένα κλαρί ελιά και κόβει ο νοικοκύρης τόσα φύλλα, όσα άτομα είναι στο σπίτι και τα γλείφει και μετά θα τα βάλει στη φωτιά. Αν πηδάει, τότες θα είναι καλός το καλοκαίρι να δουλέψει. Για κάθε φύλλο το όνομα ενός σπιτικού.
Τα παιδιά, μετά τις δώδεκα τη νύχτα, σηκώνονται, παίρνουν από ένα κλαρί ελιάς και χτυπάνε τις πόρτες και λένε ‘Χρόνια πολλά’. Ο πρώτος που θα ρθει θα του δώσουμε νερό να ρίξει στις γωνίες της κάμαρης και θα πάρει και άλας στο χέρι του και θα πάει με τη σειρά στη φωτιά και θα ρίχνει και θα λέει:
‘Να δίδει ο Θεός στάρι, κριθάρι, καπνό, κατσικάκια και παιδάκια, υγεία και καλοσύνη, και τον χρόνου’.
Το βράδυ της παραμονής βάζομε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί και όσα άτομα είναι τόσα κουλουράκια κάνομε μικρά, επίσης για τα ζώα και ένα για την εικόνα.
Βάζομε σε ένα από όλα ένα πενηντάλεπτο.
Τα κουλουράκια τα ρίχνομε στο ποτήρι και μετά θα πάρουν όλοι. Πρώτα ο αρχηγός, μετά οι άλλοι κατά ηλικία.
Όποιος βρει το πενηντάλεπτο, αυτός είναι ο τυχερός και το πρωί θα πάει να πάρει νερό αμίλητο πριν ρθουν τα παιδιά. Άμα το πάρει, θα ρθει στο σπίτι και θα πει ‘Καλημέρα’και θα χύσει νερό στις τέσσερις γωνίες στην κάμαρη και θα ρίξει και το άλας, όπως κάνουν τα παιδιά μετά.
Μετά θα καθίσει σταυρωτά στη φωτιά δίπλα και θα τον δώσουν να φάει. Θα τον δώσουν και μια δραχμή δώρο.
Μετά, τη δεύτερη μέρα, την επόμενη, δυο Ιανουαρίου, όποιος έρθει πρώτος στο σπίτι, αυτός παίρνει άλας που του δίνουνε, το ρίχνει στη φωτιά και λέγει:
‘Να δίνει ο Θεός στάρι, κριθάρι, υγεία, καλό μπερικέτι και του χρόνου’.
Αυτός κάνει το ποδαρικό».
«Ζυμώνουν χριστόψωμο. Πάνω στο ολοστρόγγυλο ψωμί πλάθουν και τοποθετούν ένα κουλούρι και στη μέση του ένα μικρότερο. Το μεγάλο κουλούρι συμβολίζει τη σπηλιά που γεννήθηκε ο Χριστός και το μικρό τον ίδιο τον Χριστό.
Πριν αρχίσει το δείπνο αποκολλούν το μεγάλο κουλούρι και το κόβουν σε τόσα κομμάτια, όσα είναι και τα μέλη της οικογένειας που παραβρίσκονται.
Βουτάει καθένας το κομμάτι του σε κόκκινο κρασί πριν το φάει.
Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα πιάτο που περιέχει μικρές ποσότητες απ’ όλες τις καλλιέργειες της οικογένειας (κριθάρι, στάρι, καπνό, καλαμπόκι κλπ.).
Ο παππούς ή ο πατέρας παίρνει το θυμιατό και κρατάει στο άλλο χέρι ένα αναμμένο κερί και ένα κλαδί ροδιάς που είναι δεμένα μεταξύ τους με μια κόκκινη κλωστή.
Σηκώνονται όλοι για την προσευχή και ο νοικοκύρης θυμιατίζει όλα τα δωμάτια του σπιτιού και όλους τους χώρους με τα ζώα και μετά αρχίζουν και τρώνε.
Τη δεύτερη μέρα του χρόνου τα παιδιά ξυπνάνε νωρίς το πρωί και πηγαίνουν σε συγγενικά σπίτια να ρίξουν αλάτι στο τζάκι ή στην ξυλόσομπα, λέγοντας ευχές ανάλογες με τις ανάγκες και τις ασχολίες τους.
Η πιο συνηθισμένη ευχή είναι:
’Όπως σκάει το αλάτι στη φωτιά , έτσι να σκάσουν και οι αποθήκες του σπιτιού από τη μεγάλη σοδειά’.
Την ίδια μέρα πηγαίνουν στις κεντρικές βρύσες στις γειτονιές του χωριού και ρίχνουν στις γούρνες τούς σπόρους που έχει το πιάτο από τις καλλιέργειες της οικογένειας, με την ευχή:
‘Όπως τρέχουν τα νερά, έτσι να τρέχουν και τα εισοδήματα στο σπίτι το νέο χρόνο’.
Τα Θεοφάνεια γίνεται τρίτη και τελευταία συγκέντρωση της οικογένειας την παραμονή. Ο αρχηγός και πάλι λιβανίζει όλους τους χώρους για να φύγουν οι καλικάντζαροι του σπιτιού».
«Από τα Χριστούγεννα παραμονή πιάνεται το Δωδεκάμερα.
Τότε βγαίνουν οι καρακουντζέλοι.
Λένε ότι είναι διάβολοι.
Την Πρωτοχρονιά πρωί-πρωί παίρνουμε βουβό νερό. Θα φέρεις και από την αυλή μέχρι το σπίτι θα χύνεις και θα νίψεις και τα παιδιά. Άμα πάρουν το βουβό νιρό, παίρνουν και τρεις πέτρες από τη βρύση, από το αυλάκι, και τις βάζεις στην κόχη, στο τζάκι, του σπιτιού από μέσα και την ημέρα που θα γυρίσει ο Σταυρός (τα Θεοφάνεια) τις παίρνεις και τις ρίχνεις έξω.
Άμα έρχεται κανένας να μας ποδαρίσει, τον δίδομε στάρι και το δίνει στα ορνίθια. Τον δίνεις και άλας, το ρίχνει στη φωτιά και λέει:
‘Όπως σκάει το άλας, έτσι να σκάνε και τα αβγά να βγαίνουν τα πουλιά. Καλό μπερικέτι ’.
Άμα θα περάσει ο Σταυρός (Θεοφάνεια) ρίχνομε στάχτη από τη γουνιά, από το τζάκι, στο σπίτι παντού, στα ντουβάρια απέξω για να φύγουν οι καρακουντζέλοι, οι διάβολοι, τα κακούδια».
«Την Πρωτοχρονιά το πρωί, πρώτη μέρα ως θα ξημερώσει, τα παιδιά παίρνουν από μια βέργα ελιά ή κρανιά ή πουρνάρι και πολλά μαζί γυρίζουν το χωριό όλο και χτυπούν τους ανθρώπους στην πλάτη και τους λένε χρόνια πολλά.
Τη δεύτερη μέρα την Πρωτοχρονιά σηκώνεται ένας από την οικογένεια νύχτα και πάει στη βρύση χωρίς να μιλήσει και φέρνει νερό.
Το λέμε αμίλητο νερό.
Με το νερό αυτό νίβεται όλη η οικογένεια σε μια λεκάνη και το νερό της λεκάνης όταν νιφτούν το ρίχνουν πίσω στα χαμπάρια, τις αποθήκες.
Είναι καλό, δεν κάνει να πατιέται. Χρονικό νερό είναι. Έτσι το έλεγαν, χαϊρίτικο νερό, είναι γούρικο.
Τη δεύτερη μέρα κάνομε και το ποδαρικό.
Το κάνει ο ξένος που θα έρθει πρώτος: ‘Χρόνια πολλά’.
Του δίδομε μια χούφτα άλας, το ρίχνει στη φωτιά και λέει:
‘Να σκάσουν οι εχθροί, όπως σκάζει το άλας’.
Και αυτός που φέρνει αμίλητο νερό ρίχνει άλας στη φωτιά.
Στις έξι Ιανουαρίου, την ημέρα των Θεοφανείων, γίνεται η δημοπρασία της εικόνας της Παναγίας και του Σταυρού.
Μετά τη ρίψη του Σταυρού στο σιντριβάνι, αρχίζει το έθιμο της ‘μπάρας’. Μια ομάδα δηλαδή, με γκάιντα και νταχαρέ, παίρνουν τους νιόνυμφους της περασμένης χρονιάς και τους περνούν μέσα από το νερό, όπου έγινε ο αγιασμός».
«Το πρωί της Πρωτοχρονιάς θα σηκωθούμε και πηγαίνουμε και γεμίζουμε νερό φρέσκο και πλενόμαστε όλοι.
Μετά πηγαίνουμε στην εκκλησία και όταν βγει η εκκλησία κάνομε χρόνια πολλά. Παλιά τα παιδιά έκοβαν κλαδάκια από κρανιά και σε όλους έκαναν χρόνια πολλά.
Την άλλη μέρα της Πρωτοχρονιάς παίρνομε αμίλητο νερό, παίρνομε και μια πέτρα, τα παίρνει ο νοικοκύρης.
Ύστερα έρχεται ένα παιδί της γειτονιάς, παίρνουν πράσινη παλιουριά και έρχεται στο σπίτι μέσα και ανάβει τη φωτιά και άλας κρατεί μαζί του και το ρίχνει στη φωτιά και μιλάει:
‘Όπως σκάζει το άλας, έτσι να σκάζει και το πορτοφόλι, να ’ναι καλό το ποδαρικό’.
Τα Θεοφάνεια ρίχνουν το Σταυρό και παρέες-παρέες οι νεότεροι βουτάνε στο νερό τους γεροντότερους.
Για να μη σε ρίξουν πρέπει κάτι να τάξεις. Σήμερα χρήματα, παλιά οι παππούδες μας δίνανε από τα πράγματα που'είχανε, κότες, κατσικάκια ή κομμάτια χοιρινό».
Η αστική μορφή του γιορτασμού της Πρωτοχρονιάς παλαιότερα στην πόλη της Δράμας, ο οποίος βασικά δεν διαφέρει από αυτόν στην ύπαιθρο χώρα, περιγράφεται στο Ημερολόγιο Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης του 1931:
«Το βράδυ (παραμονή Πρωτοχρονιάς) στο δείπνο θέτουν στο τραπέζι τη Βασιλόπηττα, ανάβουν τρία κηρία (σύμβολο της Αγίας Τριάδος) και ο αρχηγός της οικογένειας κάνοντας το σταυρό του με μικρό θυμιατήρι, θυμιάζει τις εικόνες του σπιτιού, όλα τα δωμάτια, τα μέλη της οικογένειας και σταυρωτά το τραπέζι με τη Βασιλόπηττα.
Κατόπι κόβει τη Βασιλόπηττα με την ευχή ‘και του χρόνου’, σε τόσα κομμάτια, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας και για κείνα που τυχόν απουσιάζουν ορίζει από ένα για τον καθένα και από ένα κομμάτι για το σπίτι και για τις εικόνες που έχουν, για να βρεθεί το νόμισμα. Ο τυχερός που βρίσκει το νόμισμα ή το κρατεί για τυχερό ή με αυτό αγοράζει κηρί για την Εκκλησία. Ύστερα από το δείπνο δοκιμάζουν την τύχη τους με διάφορα παιγνίδια.
Την ημέρα του Αγίου Βασιλείου οι γονείς, αφού επιστρέφουν από την Εκκλησία, δίνουν στα παιδιά τους τα ‘άίβασιλιάτικα δώρα’.
Μετά την απόλυση της Εκκλησίας τα παιδιά μοιράζονται σε ομάδες και περιέρχονται έως το μεσημέρι τα σπίτια με δίσκο, στον οποίο τοποθετούν μία εικόνα του αγίου Βασιλείου στολισμένη με λουλούδια, κλωνάρια αειθαλούς δένδρου και με πορτοκάλλια και ψάλλουν τα κάλανδα με το γνωστό πανελλήνιο τραγούδι του αγίου Βασιλείου.
Οι οικοδεσπότες δίδουν δώρο κέρματα και “σούρβα” (καρποί και γλυκίσματα).
Το πρωί της επομένης ημέρας, 2 Ιανουαρίου, φίλος ή συγγενής (προπαντός παιδί), παραγγελλόμενος από την προηγούμενη ημέρα, έρχεται στο σπίτι και κάνει ποδαρικό (μπαίνει πρώτος) και μπαίνοντας ρίχνει μέσα μια πέτρα ή τρεις μικρές κι εύχεται υγεία και ευτυχία, νάναι οι σπιτικοί γέροι σαν την πέτρα.
Πλησιάζει τη φωτιά και η οικοδέσποινα τού δίδει τρίμματα άλατος, τα οποία ρίχνει στη φωτιά, λέγοντας:
“όπως σκίαζ’ του άλας, να σκιάζουν κι οι ουχτροί μας”.
Το ίδιο πρωί της 2 Ιανουαρίου, μέλος της οικογένειας, κατά προτίμησιν κορίτσι, μεταβαίνει στις πηγές του ποταμού της πόλεως (Αγία Βαρβάρα)
και παίρνει μαζί του τρεις μικρές πέτρες και νερό βουβό ή αμίλητο,
δηλαδή αναχωρεί από το σπίτι, πάει στις πηγές, παίρνει νερό και γυρίζει στο σπίτι χωρίς να μιλήσει σε κανένα.
Όταν γυρίσει στο σπίτι, ρίχνει εις την σάλα ή στα δωμάτια τα τρία λιθαράκια και λέγει:
“Όσο βαρειές είναι οι πέτρες, τόσο βαρειά να είν’ η σακκούλα του σπιτιού και να είμαστι γεροί σαν την πέτρα”.
Από το νερό αυτό νίβεται όλη η οικογένεια. Τις τρεις πέτρες τις κρατούν στην εστία ή στο πύραυνο τρεις μέρες απ’ το ποδαρικό. Φυλάττουν δε εις το τριήμερο αυτό τις πέτρες ή την πέτρα του πρωινού πρώτου επισκέπτου, αν αυτός έλθη στο σπίτι προτού πάη για το αμίλητο νερό το μέλος της οικογένειας.
Όλη δε την ημέρα της 2 Ιανουαρίου αργούν οι γυναίκες σπίτι, “για να πάη καλά η χρονιά”».
Το σημαντικότερο έθιμο του Δωδεκαημέρου στην περιοχή της Δράμας είναι οι μεταμφιέσεις που συνηθίζονται, με μορφή δρωμένων, τις ημέρες των Θεοφανείων, στο Μοναστηράκι, στον Βώλακα, στην Πετρούσα, στον Ξηροπόταμο, στους Πύργους και στην Καλή Βρύση.
Αράπηδες Μοναστηρακίου |
Στο Μοναστηράκι οι μεταμφιέσεις γίνονται ανήμερα των Θεοφανείων.
Υπάρχουν ομάδες ανδρών, από τους οποίους άλλοι είναι ντυμένοι τσολιάδες, και άλλοι φορούν την τοπική γυναικεία φορεσιά, τα Κορίτσια ή Γκιλίγκες, όπως λέγονται. Οι κύριοι πρωταγωνιστές του δρωμένου, οι Αράπηδες (Καρναβάλια), έχουν τα πρόσωπα τους πασαλειμμένα με καρβουνόσκονη ή σκεπασμένα με μαύρο πανί, και είναι ντυμένοι με μακριές υφαντές κάπες και ψηλές κουκούλες στο κεφάλι από δέρμα κατσίκας, που σκεπάζουν και το πρόσωπο, με ανοιγμένες τρύπες για τα μάτια και για το στόμα.
Στη μέση τους έχουν κρεμασμένα κουδούνια και κρατούν με το ένα χέρι ξύλινη σπάθα και με το άλλο ένα σακουλάκι στάχτη.
Παλαιότερα μεταμφιεζότανε και σε αρκουδιάρηδες με τομάρια ζώων, που έσερναν άλλους μεταμφιεσμένους σε αρκούδες και έδιναν κωμικές παραστάσεις.
Ας σημειωθεί ότι οι Τσολιάδες είναι στοιχείο που προστέθηκε σχετικά πρόσφατα στη μακρόχρονη ιστορία του εθίμου, τονίζοντας την ελληνικότητα της περιοχής.
Αποτελούν έτσι συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην παλαιότερη και τη νεότερη παράδοση.
Η ομάδα, η Τσέτα όπως λέγεται, έχει επίσης και δύο έμπιστα πρόσωπα, που αυτά δεν είναι μεταμφιεσμένα, τους λεγάμενους Τσεταμπάσηδες.
Δουλειά τους είναι, όταν το βραδάκι τελειώσει το δρώμενο, να συγκεντρώσουν τα χρήματα που μαζεύτηκαν στη διάρκεια του αγερμού, στις επισκέψεις δηλαδή που έκαναν στα σπίτια, να ελέγξουν και να πληρώσουν τα έξοδα, να δώσουν ένα μέρος από τα χρήματα στην εκκλησία και να διαθέσουν τα υπόλοιπα για ολονύκτιο γλέντι της Τσέτας.
Όλο το πρωί η Τσέτα γυρίζει στο χωριό, χορεύει μπροστά σε κάθε σπίτι και εύχεται καλή υγεία και πλούσια σοδειά. Ο χορός συνοδεύεται από λύρα και νταερέ (ντέφι).
Το απόγευμα συγκεντρώνονται στην πλατεία του χωριού και ακολουθεί τρανός χορός.
1 Σχόλια:
Παίρνουν μέρος οι Γκιλίγκες, οι Αράπηδες και όσοι άλλοι θέλουν. Μπροστά, όχι όμως πιασμένοι χέρι με χέρι όπως οι άλλοι χορευτές αλλά κοντά ο ένας στον άλλο, χορεύουν οι Τσολιάδες. Κάθε τόσο μια Γκιλίγκα αφήνει το μαντήλι της στον ώμο ενός χορευτή, ο οποίος το παίρνει και γίνεται πρωτοχορευτής, αφού πρώτα τής δώσει χρήματα.
Τα μαντήλια είναι συνήθως τετράγωνα, μεγάλα, κόκκινα ή κεραμίδι και κεντημένα. Σε διαλείμματα και έως ότου ξαναπιάσουν το χορό, ένα Καρναβάλι και μια Γκιλίγκα γυρίζουν μέσα στον κόσμο και εύχονται καλή σοδειά και χρόνια πολλά. Η Γκιλίγκα μαζεύει και πάλι χρήματα, ρίχνοντας κάθε τόσο το μαντήλι της στον ώμο ενός άνδρα. Χρήματα μαζεύουν επίσης με ένα μαντήλι που το κρατούν τεντωμένο και το περιφέρουν σα δίσκο, με ευχές και πάλι για καλή χρονιά και πλούσια σοδειά.
Το έθιμο λήγει τυπικά το βράδυ της παραμονής του αγίου Αθανασίου στις 17 Ιανουαρίου, που «τελειώνει το κτύπημα τον νταϊρέ», όπως λέγουν, σταματούν δηλαδή τότε οι γιορτές και από την επομένη αρχίζουν οι συνηθισμένες δουλειές του χωριού. Τη βραδιά αυτή γλεντούν και πάλι όλοι μαζί που πήραν μέρος στο δρώμενο των Θεοφανείων, τρώγοντας σπιτίσιο χαλβά που φτιάχνουν με υλικά, τα οποία αγόρασαν με τα χρήματα του αγερμού τότε. Στο γλέντι πρωτοστατούν και τη βραδιά αυτή η λύρα και ο νταϊρές, δύο παραδοσιακά μουσικά όργανα, που στο Μοναστηράκι λειτουργούν ως αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνικής ζωής του χωριού, με άριστες προοπτικές για το μέλλον, αφού νεαροί οργανοπαίκτες έρχονται αντάξια να σταθούν δίπλα στους παλιούς καταξιωμένους.
Στον Βώλακα, στις 7 Ιανουαρίου, του αγίου Ιωάννου, γίνονται οι Αράπηδες, ομάδες από 5-6 άτομα μεταμφιεσμένα.
Έχουν στη ράχη τους καμπούρα, που γίνεται με μια βελέντζα γεμάτη άχερα, στη μέση ζώνονται κουδούνια, το κεφάλι σκεπάζεται με προβιά, τα χέρια και το πρόσωπο είναι μαυρισμένα με καπνιά και στα χέρια κρατούν ένα χοντρό ξύλο, πάνω στο οποίο στηρίζονται και κουνιούνται, δίνοντας στον ήχο των κουδουνιών κάποιο ρυθμό. Οι Αράπηδες κινούνται αυτοσχεδιαστικά στο χώρο, κρατώντας το σώμα σκυφτό και με πλάγιες κινήσεις προσπαθούν να κτυπήσουν τα κουδούνια.
Μαζί με κάθε ομάδα Αράπηδων υπάρχει ο τσαούσης και η νύφη, οι οποίοι με δικό τους τρόπο δίνουν την ευκαιρία στους Αράπηδες να κουνιούνται και να πειράζουν τον κόσμο.
Την επομένη, στις 8 Ιανουαρίου, γίνεται σατιρική αναπαράσταση τοπικού γάμου, που αρχίζει το πρωί και τελειώνει το απόγευμα, με ομαδικό γλέντι. Την ίδια μέρα βγαίνουνε και οι Αρκούδες, ομάδες από μεταμφιεσμένους που φορούν ολόκληρες προβιές. Σε κάθε ομάδα υπάρχει ο αρκουδιάρης, ο οποίος κατευθύνει τις αρκούδες με ένα ντέφι, σκορπώντας κέφι και χαρά.
Στην Πετρούσα οι μεταμφιέσεις γίνονται στις 7 και 8 Ιανουαρίου.
Κύριο στοιχείο του γιορτασμού είναι η πομπική περιφορά με όργανα μιας καμήλας, εικονικής σήμερα, παλαιότερα όμως αληθινής, συμβολίζοντας, όπως λέγουν, τον δύσκολο τρόπο ζωής στα περασμένα χρόνια, που έπρεπε να αντέχεις, όπως και το ζώο αυτό της ερήμου, σε κακουχίες και στερήσεις.
Πρωί της 7 Ιανουαρίου, μια μεγάλη παρέα ξεκινάει «το φωτισμό τον χωριού», όπως λέγουν. Μπροστά πηγαίνουν άντρες με μουτζουρωμένο το πρόσωπο και χαραγμένο με μπογιά στο μέτωπό τους το σημείο του σταυρού, οι οποίοι συνεχώς πίνουν και χορεύουν. Ακολουθούν τα όργανα, λύρες και νταχαρέδες, και πίσω από αυτά η καμήλα με την παρέα της. Ολοι πίνουν και χορεύουν, τριγυρίζοντας τους δρόμους του χωριού, που όλοι του οι κάτοικοι συμμετέχουν στο πανηγύρι αυτό της χαράς.
Την άλλη μέρα, 8 Ιανουαρίου, η παρέα της καμήλας κάνει πάλι μια βόλτα στο χωριό, καλώντας τους κατοίκους σε χορό και διασκέδαση.
Κορυφαίος στο χορό είναι ο λεγόμενος σταχτής, που κρατάει μια κάλτσα γεμάτη με στάχτη, με την οποία χτυπά όποιον εμποδίζει να αναπτυχθεί ο κύκλος του χορού. Ακολουθούν ηλικιωμένες γυναίκες και ηλικιωμένοι άντρες.
Στη διάρκεια της γιορτής γίνονται και διάφορες αναπαραστάσεις σκηνών της καθημερινής χωρικής ζωής (σπορά, θερισμός κλπ.). Ακολουθεί και εδώ σατιρική αναπαράσταση τοπικού γάμου, που δίνει την ευκαιρία να διαρκέσει ο πανηγυρισμός μέχρι αργά το βράδυ, με άφθονη κατανάλωση τσίπουρου.
Στον Ξηροπόταμο το δρώμενο γίνεται στις 7 Ιανουαρίου και η ομάδα των μεταμφιεσμένων αποτελείται και εκεί από Τσολιάδες, Νύφες και Αράπηδες, παλαιότερα και από αρκούδα με τον αρκουδιάρη.
Το δρώμενο είναι όμοιο με αυτό στο Μοναστηράκι, με καθολική και εδώ συμμετοχή των κατοίκων και των επισκεπτών και με παρουσίαση χορών στην πλατεία του χωριού τις απογευματινές ώρες από τον τοπικό Πολιτιστικό Σύλλογο.
Προηγουμένως η παρέα των μεταμφιεσμένων έχει επισκεφτεί τα σπίτια του χωριού που έχουν Γιάννη, όπου εύχονται και δέχονται τα σχετικά κεράσματα.
Στους Πύργους, την ημέρα των Θεοφανείων, «είσαι υποχρεωμένος, μετά τη διασκέδαση όλη νύχτα, να πας στο σπίτι σου και να ντυθείς καρναβάλι και μετά να γυρίσεις ξανά στο γλέντι. Οι στολές είναι φτιαγμένες με δέρματα, προβιές και κουδούνια. Και μετά όλη τη μέρα τ’ αϊΓιαννιού συνεχίζεται το Καρναβάλι, που το ξημερώνομε μέχρι την επόμενη μέρα».
Οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου παίρνουν περισσότερο συγκροτημένη μορφή στην Καλή Βρύση, στη διάρκεια ενός γιορταστικού τριημέρου, με ευρύτερο εθιμολογικό πλαισίωμα, το οποίο αρχίζει την παραμονή των Θεοφανείων.
Οι νοικοκυρές ξημερώνοντας παίρνουν στάχτη και τη σκορπίζουν με το δεξί χέρι γύρω-γύρω από το σπίτι, προφέροντας εξορκιστικές φράσεις, «για να φύγουν τα καλακάντζουρα και να μην έχει φίδια το σπίτι το καλοκαίρι.
Η στάχτη είναι από το Δωδεκάμερο, ένα κούτσουρο είναι στο τζάκι και δεν παύει η φωτιά του μέρα-νύχτα».
Οι δοξασίες για τα πλάσματα αυτά της νεοελληνικής μυθοπλαστίας είναι και εδώ οι γνωστές: «Τα καλακάντζουρα βγαίνουν την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την παραμονή των Θεοφανείων. Η στάχτη γι’ αυτό ρίχνεται. Κι ο παπάς γι’ αυτό φωτίζει.
Είναι σα διάβολοι και βγαίνουν τη νύχτα, φαντάσματα. Ήλεγαν πως πειράζουν τον κόσμο. Άμα φωνάξουνε τα πετεινάρια, φεύγουνε».
Το βράδυ επαναλαμβάνεται το τελετουργικό δείπνο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς: «Μαζεύεται όλη η οικογένεια και βάζουν στο τραπέζι το τσουρέκι και σ’ ένα πιάτο βάζουν στάρι, καπνό, καλαμπόκι και ό,τι άλλο παράγει το σπίτι και το βάζουν κι αυτό στο τραπέζι. Όλη μέρα λάδι δεν τρώμε, νηστεύομε. Η οικογένεια στέκει γύρω από το τραπέζι. Θα πάρει ο αρχηγός της οικογένειας το θυμιατό και θα θυμιανίζει όλα τα άτομα και τις εικόνες και όλο το σπίτι. Πρώτα θυμιανίζει το τραπέζι. Και ύστερα τα δωμάτια και μετά κατεβαίνει στο αχούρι και θυμιανίζει όλα τα ζώα. Παίρνει μετά το τσουρέκι και όσα άτομα είναι τόσα κομματάκια κόβει και τα βάζει σε ένα ποτήρι που έχει κρασί, πάνω στο τραπέζι. Μετά παίρνει πρώτα αυτός ένα κομμάτι ψωμί και πίνει και μια γουλιά κρασί. Ακολουθεί το ίδιο κατά ηλικία, μέχρι τον μικρότερο. Μετά αρχινάμε να τρώμε».
Την επαύριο 6 Ιανουαρίου, ημέρα των Θεοφανείων, τελείται ο αγιασμός κατά την εκκλησιαστική τάξη και το εθιμολογικό τυπικό. Ακολουθεί η ανάδειξη του λεγόμενου «κουμπάρου».
Γίνεται δηλαδή πλειοδοσία και «όποιος δώσει τα πιο πολλά γίνεται ο κουμπάρος και παίρνει την εικόνα και τη βαστάει μέχρι να περάσει όλος ο κόσμος να χαιρετήσει την εικόνα και του λένε ‘πάντα άξιος’. Όταν τελειώσει όλος ο κόσμος, ο παπάς και οι ψαλτάδες πααίνουν με τον κουμπάρο στο σπίτι του και τον εύχονται χρόνια πολλά. Ο κουμπάρος μέχρι την άλλη μέρα έχει την εικόνα στο σπίτι του και πααίνει κόσμος και τον επισκέπτεται σαν ονομασία (ονομαστική εορτή)».
Κάθε νοικοκύρης επιστρέφοντας στο σπίτι του από την εκκλησία, έφερνε αναμμένο το κερί που κρατούσε στη διάρκεια του αγιασμού και με τη φλόγα του έκαιγαν τις ουρές των βοδιών, «για να μην τα πιάνουν μύγες το καλοκαίρι». Παλαιότερα υπήρχε και το έθιμο την ημέρα αυτή να προσπαθεί να ρίξει ο ένας τον άλλο σε νερό: «Τον βάφτιζαν. Δε θύμωνε κανείς. Ήταν χαντέτι (έθιμο)».
Με το πέρας της τελετής του αγιασμού έχουν ήδη συγκεντρωθεί έξω από την εκκλησία τα Μπαμπούγερα, μεταμφιεσμένοι με ζωόμορφη όψη και ζωσμένοι πέντε μεγάλα ποιμενικά κουδούνια. Με τη θορυβώδη παρουσία τους δίδουν έναν εντελώς ιδιαίτερο τόνο στο όλο σκηνικό.
Ομάδες-ομάδες τα Μπαμπούγερα ή χωριστά καθένα γυρίζουν τους δρόμους και τους δρομίσκους του χωριού, κυνηγώντας όσους συναντούν με εύθυμα πειράγματα. Συνεχή τρεχάματα, ήχοι κουδουνιών, χαρούμενα ξεφωνητά, ζωόμορφη μεταμφίεση, πλακόστρωτοι δρόμοι, η συνηθισμένη την εποχή αυτή ομίχλη του βορειοελλαδικού τοπίου, ορχηστικές κινήσεις, δίνουν αίσθηση χώρου και χρόνου εξωπραγματική.
Μπαμπούγερα ντύνονται και παιδιά, στοιχείο που προοιωνίζεται τη συνέχεια και συνέχιση του εθίμου, το οποίο στην Καλή Βρύση βιώνεται ως έκφραση ψυχικής ανάγκης και λειτουργεί ως συνειδητό χρέος στην προγονική κληρονομιά.
Τα Μπαμπούγερα επαναλαμβάνονται και τις δύο επόμενες ημέρες, 7 και 8 Ιανουαρίου, με την ίδια πάντοτε ζωντάνια και εύθυμη διάθεση.
Αποκορύφωμα και λήξη του γιορτασμού αποτελεί και εδώ σατιρική αναπαράσταση γάμου στις 8 Ιανουαρίου, με συμμετοχή στη χαρά και το γλέντι όλου του χωριού και των πολλών επισκεπτών, που τη μέρα αυτή συρρέουν στην Καλή Βρύση όχι μόνο από την περιοχή της Δράμας, αλλά και από μακρινά μέρη.
Η αναπαράσταση μιμείται το τοπικό εθιμικό τυπικό, με κάποιους νεοτερισμούς ή ευρηματικές προσαρμογές στην πραγματικότητα.
Στη στέψη π.χ., ο υποδυόμενος τον παπά, ξεφεύγοντας από τη μίμηση της θρησκευτικής τελετουργίας, προτιμά τη διαδικασία του πολιτικού γάμου, με ευτράπελες παραινέσεις στο ζεύγος, για αγάπη και υπακοή.
Κοινό όμως ποτήριο υπάρχει, έστω και με μορφή φιάλης ούζου.
Υπάρχουν επίσης τα παραδοσιακά γαμήλια ψωμιά, με την τελετουργική και δοξασιακή πλαισίωση. Γενικά, ακολουθείται η εθιμολογία σε όλες τις φάσεις: ξύρισμα γαμπρού, ντύσιμο νύφης, νυφόπαρμα, αποχαιρετισμός των οικείων της, μεταφορά των προικιών, γαμήλια πομπή με επικεφαλής γκάιντες και νταχαρέδες, στέψη, χαιρετισμός των νεονύμφων με προσφορά χαρτονομισμάτων που καρφιτσώνονται στο στήθος τους κλπ.
Εντυπωσιακό στοιχείο αποτελεί η ξαφνική αρπαγή της νύφης από τα Μπαμπούγερα, η οποία όμως αμέσως απελευθερώνεται.
Παρότι το στοιχείο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως υστερογενές, αποτελεί παραδοσιακό μοτίβο. Αυτονόητο, βέβαια, ότι νύφη είναι κάποιος νέος με ψεύτικα στήθη και μαλλιά: «Γίνεται νύφη ένας άντρας, γίνεται και γαμπρός άλλος, ντύνονται και τσολιάδες, ντύνεται και παπάς κάποιος και μαζεύονται σ’ ένα σπίτι.
Απέ κει πάνε με γκάιντες και νταχαρέδες στην πλατεία τον χωριού κι εκεί κάνουν τη στέψη, ψεύτικη να πούμε. Κάνουν όπως στον αληθινό γάμο με το κρασί, χαιρετούν τη νύφη και το γαμπρό, τους βάζουν ψεύτικους παράδες όπως κάνουν στο γάμο και για κουφέτα τούς πετάνε καλαμπόκι και ρύζι ‘για να ριζώσουν’. Μετά χορεύουν και γλεντούν μέχρι τη νύχτα και μετά τελειώνουν όλες οι γιορτές και ξαναπιάνομε τα παστάλια».
Την τρίτη επίσης ημέρα, 8 Ιανουαρίου, της αγίας Δομνίκης, τιμούσαν τη μαμμή, της οποίας η παρουσία ήταν τόσο πολύτιμη στην παραδοσιακή κοινότητα και κοινωνία: «Παλιά έναν καιρό, έρχονταν οι γυναίκες στη μαμμή μ’ ένα πορτοκάλι και μ’ ένα δώρο. Έφερναν και σαπούνι κι ένα μαντήλι. Έκαναν τρεις μετάνοιες, της φιλούσαν το χέρι και έλεγαν:
‘Συγχώρεσέ με’. Αυτή τους έλεγε: Συγχωρεμένα κι από μένα κι από το Θεό’. Κάθονταν, τις κέρναγε και έφευγαν».
Όμοια συνηθίζονται και σε άλλα χωριά, όπως στον Βώλακα, όπου:
«Την τρίτη μέρα τα Θεοφάνεια πηγαίνουνε όλες οι γυναίκες που ξεγέννησε στη μαμμή και τής φέρνουν από ένα ποτήρι νερό, μια πλάκα σαπούνι και ο,77 θέλουν, μαντήλια, πετσέτες, τσουράπια. Χύνουν νερό να πλυθεί η μπάμπω και θα σε πει αυτή: Εύκολα να γεννάτε’. Η μαμμή βράζει φαΐ και θα φάνε όλες οι γυναίκες που ήρθαν μαζί».
Στο έθιμο αυτό της 8ης Ιανουαρίου προς τιμήν της μαμμής, διασώζονται στοιχεία από ανάλογες τελετές της αρχαιότητας, με έντονο γονιμικό χαρακτήρα, όπως ήταν τα Θεσμοφόρια και τα Αλώα, όσο και αν σήμερα υπερτονίζεται το εύθυμο στοιχείο με επίδραση της σύγχρονης αστικής ζωής.
Τα Θεσμοφόρια ήταν γυναικεία και συγχρόνως αγροτική εορτή, κατά την οποία οι γυναίκες επικαλούνταν γονιμότητα για τη γη και τον εαυτό τους, ενώ στα Αλώα, που τελούνταν την 26η Ποσειδαιώνος (αρχές Ιανουαρίου) στην Ελευσίνα, έπαιρναν μέρος μόνο γυναίκες, με τολμηρά πειράγματα και φαλλόμορφα σύμβολα.
Τα δρώμενα στον Βώλακα, στην Καλή Βρύση, στο Μοναστηράκι, στην Πετρούσα, στους Πύργους και στον Ξηροπόταμο, με το γενικότερο εθιμολογικό πλαισίωμα, αποτελούν τοπικές παραλλαγές του εθίμου των μεταμφιέσεων του Δωδεκαημέρου, που έχουν επιβιώσει σήμερα με εκπληκτική ζωντάνια στον Βορειοελλαδικό χώρο, διασώζοντας και συνεχίζοντας αρχαιοτάτη παράδοση.
Ο Ν.Γ. Πολίτης, ο θεμελιωτής της Ελληνικής Λαογραφίας ως επιστήμης, κάνει για το έθιμο τούτο εκτενή λόγο.
Αφορμή παίρνει από την έρευνά του για τη δοξασία τη σχετική με τους καλικάντζαρους.
Το συμπέρασμα που καταλήγει είναι ότι το ενδόσιμο στη φαντασία του λαού να πλάσει τα δαιμονικά αυτά όντα του Δωδεκαημέρου, έδωσαν ακριβώς οι μεταμφιεσμένοι της ίδιας περιόδου. Το έθιμο, δηλαδή, προϋπήρχε της δοξασίας.
Όπως είναι γνωστό, κατά την περίοδο του σημερινού Δωδεκαημέρου τελούνταν πολυάριθμες πανηγύρεις των εθνικών, τις οποίες δεν μπόρεσαν να εκτοπίσουν και να αφανίσουν, και μάλιστα στην ύπαιθρο, οι χριστιανικές γιορτές που τοποθετήθηκαν στις ημέρες αυτές.
Λίγες μέρες πριν από τις χειμερινές τροπές του Ήλιου ήταν τα Σατουρνάλια, γύρω στις 17 Δεκεμβρίουστις 25 γιορτάζονταν τα Βρουμάλιατην πρώτη Ιανουαρίου πανηγυρίζονταν με μεγαλοπρέπεια αι Καλάνδαι, μια από τις μεγαλύτερες γιορτές του ρωμαϊκού ημερολογίουστις 3 Ιανουαρίου γιορτάζονταν τα Βότα ή Βοτά, δηλαδή οι ευχέςστις 4 τα Λαρεντάλια και στις 7 του ίδιου μήνα ετιμάτο ο Ιανός.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των παγανιστικών αυτών γιορτών, ιδιαίτερα των Καλανδών, ήταν οι μεταμφιέσεις. Είχαν όμως εισαχθεί σ’ αυτές από την αρχαία ελληνική θρησκεία και μάλιστα από τον διονυσιακό λατρευτικό κύκλο.
Έτσι, με την τέλεση των εθνικών γιορτών εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ακμή και το έθος των μεταμφιέσεων, παρά την αντίδραση που συνάντησε. Οι σχετικές μαρτυρίες και αναφορές είναι αρκετές.
Τον 2ο αιώνα ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μιλεί περί των συγχρόνων του, των «κατά τάς πομπάς σχηματιζομένων» και τον 4ο αιώνα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος κατηγορεί τους Χριστιανούς, επειδή «αφανίζουν» το πρόσωπό τους κατά ειδωλολατρική συνήθεια. Τον 6ο αιώνα εξάλλου ο επίσκοπος Ταφάρων Γρηγέντιος κάνει λόγο για τους «τά δερμάτινα πρόσωπα ένδιδυσκσμένονς καί επί τής άγοράς παίζοντας».
Ότι και τον επόμενο αιώνα συνεχίζονταν οι μεταμφιέσεις μαρτυρεί ο 62ος κανών της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου (το 691-692), ο οποίος καταδικάζει όχι μόνο τις παγανιστικές γιορτές, αλλά και τις μεταμφιέσεις ειδικότερα:
«Τάς οϋτω λεγομένας Καλάνδας, καί τά λεγάμενα Βοτά, καί τά καλούμενα Βρουμάλια... καθάπαξ εκ τής των πιστών πολιτείας παριαιρεθήναι βονλόμεθα... μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ένδιδύσκεσθαι, ή γυναίκα την άνδράσιν αρμόδιον. ’Αλλά μήτε προσωπεία κωμικά, ή σατυρικά, ή τραγικά ύποδύεσθαι...».
Παρά την απαγόρευση αυτή όμως, στο μαρτυρολογίο του αγίου Δασίου που γράφηκε τον 10ο αι., βρίσκομε τη μαρτυρία ότι:
«εν γάρ τή ημέρα των Καλανδών Ίανουαρίων μάταιοι άνθρωποι, τώ εθει των 'Ελλήνων έξακολουθοϋντες,
χριστιανοί ονομαζόμενοι,
μετά παμμεγέθους πομπής προέρχονται,
έναλλάττοντες την εαυτών φύσιν καί τόν τρόπον,
καί μορφήν τού διαβόλου ένδύονταιαίγείοις δέρμασι περιδεβλημένσι,
τό πρόσωπον ένηλλαγμένοι, άποβάλλουσιν έν ω άνεγεννήθησαν άγαθώ...».
Τον 12ο αι. ο Θεόδωρος Βαλσαμών, σχολιάζοντας τον παραπάνω συνοδικό κανόνα, λέγει, αναφερόμενος στη γιορτή των Καλανδών,
«όπερ καί μέχρι τού νϋν παρά τινων αγροτών γίνεται κατά τάς πρώτας ημέρας τοϋ Ιανουαρίου μηνάς».
Ο ίδιος ομολογεί ότι στην εποχή του, παρά τις απαγορεύσεις, το έθος των μεταμφιέσεων βρισκόταν σε ακμή, κατά παλαιά παράδοση.
Ενδιαφέρουσα για την ψυχολογική θεώρηση του εθίμου είναι η μαρτυρία που δίνει ο Βαλσαμών, πως όταν ρώτησε για ποιό λόγο γίνεται το έθιμο, τότε: «ουδέν τι έτερον ήκουσα, άλλ’ ή εκ μακράς συνήθειας ταϋτα τελεΐσθαι».
Το γεγονός ότι οι μεταμφιέσεις έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα, δεν είναι δυσεξήγητο. Διότι από τις ευετηρικές τελετές, τις τελετές δηλαδή που αποσκοπούσαν στην καλή χρονιά με την ευρύτερη έννοιά της, της καλής υγείας και της πλούσιας καρποφορίας, όπως ήταν οι Διονυσιακές, ο λαός κράτησε κυρίως το εύθυμο στοιχείο, μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα χαράς και πανηγυρισμού, όπως αυτό του Δωδεκαημέρου.
Με τις δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις διασώθηκαν και άλλα στοιχεία της ελληνικής αρχαιότητας, μέσω των ρωμαϊκών και των βυζαντινών χρόνων.
Ένα παράδειγμα αρκεί:
η αναπαράσταση γάμου στην Καλή Βρύση και στα άλλα χωριά, απστελεί παραδοσιακό στοιχείο, που βρίσκομε σε αρκετές παρεμφερείς εκδηλώσεις.
Με ανάλογο όμως τρόπο και στα Αθηναϊκά Ανθεστήρια, τη δεύτερη μέρα, που λεγόταν Χόες, γινόταν επισήμως γάμος του Διονύσου, τον οποίο υποδυόταν ο άρχων βασιλεύς, με τη βασίλιννα στο Βουκόλιο.
Στα κατ’ Αγρούς Διονύσια εξάλλου, ο λατρευτικός θίασος περιερχόταν στους συνοικισμούς και οι κωμαστές πείραζαν όλους, όπως σήμερα οι μεταμφιεσμένοι.
Η μεταμφίεση γενικότερα, ανεξάρτητα από το χώρο και το χρόνο που παρουσιάζεται, αποτελεί συνήθεια που πραγματικά χάνεται στα βάθη του αχανούς παρελθόντος, γνωστή και σε αρχαίους και σε νεότερους λαούς κάθε πολιτιστικής βαθμίδας.
Αφετηρία της αποτελεί η δοξασία ότι αυτός που ντύνεται δέρμα ζώου ή φορεί προσωπίδα, όσο διαρκεί η μεταμφίεση, ενσαρκώνει εκείνο που εικονίζει και έχει τη δύναμη και τις ικανότητές του.
Η αρχική χρήση της προσωπίδας, καθώς και η λοιπή μεταμφίεση, πρέπει να
Στις 12:07, 31/12/2012