Ήταν 12 Αυγούστου, ημέρα Παρασκευή το 1994 και ώρα 3μ.μ. Κτύπησε το κουδούνι της οικίας. Ήταν μία νεαρή κυρία που μου είπε: «πάτερ θέλω να μου διαβάσετε αρτοκλασία». Μνημόνευσα τα ονόματα υπέρ υγείας και σε λίγο τελείωσα. Παρεκάλεσα τους προσκυτητές να περάσουν από το αρχονταρίκι της ενορίας, για να πάρουν ευλογία. Ενώ η πρεσβυτέρα ετοίμαζε το κέρασμα, ρώτησα, όπως ρωτώ πάντα τους προσκυνητές «πώς έτσι και περάσατε από την ενορία μας;» Η νεαρή κυρία μου απήντησε «είδα, πάτερ, την Παναγία στον ύπνο μου και μου είπε: πήγαινε, παιδί μου, στις Πέντε Βρύσες στην Παναγία την Πεντεβρυσιώτισσα και ότι μου ζητάς θα σου το δώσω. Ξύπνησα και άρχισα να ρωτώ τί είναι Πέντε Βρύσες και σε ποιό μέρος βρίσκεται. Ρωτώντας έφτασα, πάτερ, στην ενορία σας, στο πανέμορφο χωριό σας», «Πώς είδες, παιδί μου, την Παναγία, πώς ήταν;» ρώτησα και πάλι. «Ήταν, πάτερ, πολύ μαυρισμένη, αλλά αρχόντισσα κυρά. Τα χείλη της διέκρινα, τα οποία μου είπαν τα λόγια που σας ανέφερα». «Έλα παιδί μου, τις είπα, ακολούθησέ με». Φτάσαμε μέσα στο Ναό και στην αριστερή πλευρά του κυρίως Ναού στο χώρο των γυναικών (και στον τοίχο ήταν κρεμασμένη η παλαιά, ιερή εικόνα της Θεοτόκου. Μόλις την αντίκρισε, φώναξε κλαίοντας: «Αυτή είναι η Παναγία που είδα στον ύπνο μου, πάτερ» και αγκάλιασε την ιερή εικόνα της Παναγίας, κλαίοντας απαρηγόρητα. Μετά από πρότασή μου έμεινε η ευλαβέστατη κυρία να παρακολουθήσει την παράκληση που ψάλλεται προς την Θεοτόκον τις δύο πρώτες εβδομάδες του Αυγούστου. Την σύστησα στο εκκλησίασμα μετά το «Δι ευχών» και η ίδια, σχεδόν κλαίοντας, διηγήθηκε το θαύμα της Παναγίας μας της Πεντεβρυσιώτισσας. Μετά από τρεις μήνες και στις 17 Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή και ώρα 5 μ.μ. έφτασε στις Πέντε Βρύσες ένας νεαρός 28 περίπου ετών. Συναντηθήκαμε στον Πρόναο της εκκλησίας. «Ευλογείτε πάτερ» μου είπε. «Ο Κύριος, παιδί μου», του απάντησα. «Πως έτσι, παιδί μου, στο χωριό μας, στην ενορία μας, στην εκκλησία μας;». «Ήρθα, πάτερ, να προσκυνήσω την Παναγία την Πεντεβρυσιώτισσα. Είμαι ο αδελφός της κυρίας που πριν από τρεις μήνες είδε την Παναγία στον ύπνο της και ήρθε στην εκκλησία σας. Για μένα προσευχόταν η αδελφή μου -άρχισε να διηγείται δακρυσμένος- είχα φύγει από το σπίτι μου, έκανα χρήση ναρκωτικών, ζούσα ανήθικη ζωή, δεν ήξερα που βρισκόμουν. Μέρα-νύχτα η αδελφή μου προσευχόταν. Μία νύχτα όμως ξεχωριστή για μένα στον ύπνο μου, στο ξύπνιο μου ήταν, δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Ενώ βάδιζα, ένα αόρατο χέρι με τράβηξε από την ωμοπλάτη μου και μία γυναικεία φωνή μου είπε: Σταμάτα αυτή τη ζωή που κάνεις. Ήταν η Παναγία που μίλησε. Ξύπνησα, συνήλθα ξύπνιος; δεν γνωρίζω. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι πήγα αμέσως στο Άγιον Όρος, έμεινα αρκετό καιρό, μετάνιωσα για όλα, εξομολογήθηκα τέλεια και για όλα. Τώρα, πάτερ, ζω, μέχρι τώρα ζούσα σε άλλον κόσμο, σε κόσμο φθοράς και θανάτου.» Τον οδήγησα στην ιερά παλαιά εικόνα της Παναγίας, την αγκάλιασε και είπε: «Σε ευχαριστώ Παναγία μου, μου έσωσες για πάντα την ζωή μου, σε ευχαριστώ.