Μια από τις πανάρχαιες κτήσεις των Ελλήνων Πελασγών φέρεται και η Νότιος Ιταλία. Πριν εγκατασταθούν στην χώρα αυτή τα Ελληνικά φύλα της τότε εποχής, η Ιταλία φέρεται από την παράδοση, ότι βρισκόταν σε πρωτόγονη κατάσταση και αραιοκατοικημένη. Οι πρώτοι Έλληνες άποικοι φέρονται ότι εγκαταστάθηκαν εκεί στην εποχή του βασιλέα Ουρανού, τον οποίο η παράδοση της χώρας τον αναφέρει ως Ιανό. Μετά τον Ιανό-Ουρανό, ως κύριος της χώρας, φέρεται ο γιος του ο Κρόνος, τον οποίο η παράδοση της χώρας τον αναφέρει ως Σατούρνο. Στα μετέπειτα χρόνια, ως επί μέρους βασιλέας της Ιταλίας αναφέρεται ο Οίνωτρος, γιος του Λυκάονα της γενεάς του βασιλέα Ουρανού, αρχηγού των Γιγάντων. Γράφει σχετικά ο Ρωμαίος Βιργίλιος, διηγούμενος ιστορίες του αποικισμού της Ιταλίας, από τα Ελληνικά φύλα της τότε εποχής. «...Υπάρχει τόπος, τον οποίον οι Έλληνες τον ονομάζουν Εσπερία. Είναι μια αρχαία εύφορη γη. Την αποίκησαν άνδρες τον βασιλέα Οινώτρου. Οι μεταγενέστεροι ονόμασαν την χώρα αυτή, Ιταλία, από το όνομα του βασιλέα της Ιταλού. Εκείνοι οι πρίγκιπες ήσαν οι πρόγονοι του γένους μας...» ( 31) Και πιο κάτω: «Πρώτοι γαρ Ελλήνων αυτοί περαιωθέντες τον Ιόνιον κόλπον, ώκησαν Ιταλίαν, άγοντος αυτούς Οινώτρου του Λυκάονος... Ην δε ούτος πέμπτος από Αζετού και Φορωνέως των πρώτων εις Πελοπόννησον δυναστενσάντων... Ευρών δε χώραν πολλήν εις νομάς, και αρότρους εύθετον, έρημον δε την πλείστην, και ουδέ της οικουμένης πολυάνθρωπον, ώκησε πόλεις μικράς και συνεχώς επί ταις όρεσι...» (32-33) «Πρώτοι αυτοί ήσαν από τους Ελληνες οι οποίοι, έχοντας διασχίσει τους κόλπους του Ιωνίου Πελάγους, κατοίκησαν την Ιταλία, όπου τους οδήγησαν ο Οινωτρός του Λυκάονος… Αυτός ήταν ο 5ος μετά από το Αζετό και Φορωνέα , που ήσαν οι πρώτοι που κυβέρνησαν την Πελοπόννησο. Εχοντας βρει μεγάλη χώρα προσφορή για βοσκοτόπια και καλλιέργιες , ως επί το πλείστον έρημη, και ούτε πολυάνθρωπες οι κατοικημένες περιοχές της, κατοίκησε σε μικρές πόλεις και πάντοτε στα ορεινά.» Βλέπουμε ότι η παρουσία των Ελλήνων στην Ιταλική χερσόνησο χάνεται στα βάθη των χιλιετιών. Η ένταξη της χερσονήσου και της Σικελίας στον χώρο του Αιγαίου πολιτισμού πραγματοποιήθηκε από την Ε' π.Χ. χιλιετία. Επίσης και ο Παυσανίας, (Αρκαδικά 3), μας πληροφορεί ότι ο νεώτερος γιος του Λυκάονος, ο Οίνωτρος, «επεραιώθη ναυσίν εν Ιταλίαν, και η Οινωτρία χώμα το όνομα έσχεν από Οινώτρου βουλεύοντος» Ακόμα και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης μας αναφέρει, ότι Κρήτες εγκαταστάθηκαν στον Ακράγαντα της Σικελίας, ο οποίος ονομάσθηκε αρχικώς Μινώα: «Αύτη δε ...υπό Μίνωος εκτίσθη» (Ιστορική Βιβλιοθήκη 9). Αλλά και ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Α' Εισαγωγή) χαρακτηρίζει τους Ετρούσκους Έλληνες, οι όποιοι μαζί με τους Λυκίους και άλλους Πελασγούς εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία. Ο ίδιος, όπως και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Θουκυδίδης, ο Στράβων, βεβαιώνουν ότι, οι Τυρρηνοί (Ετρούσκοι) ήσαν το πανάρχαιο Ελληνικό φύλο των Τυρσηνών, που από τα Τούρσα της Μ. Ασίας και άλλες περιοχές του Αιγαιακού χώρου, μετώκησε στην Ιταλία μαζί με άλλους Πελασγούς. Αρχηγός των εποικησάντων την Τοσκάνη ήταν ό Τυρσηνός, γιος του Άτυος, ο οποίος ήταν γιος του Μίνωος. Ο Στράβων (C 230) αναφέρει ότι ο Ρωμαίος συγγραφέας Κοίλιος, δέχεται, ότι η Ρώμη «Ελληνικόν είναι κτίσμα». Ο Πλούταρχος γράφει ότι στην Ρώμη είχαν εορτές για την Καρμέντα, σύζυγο του εποικιστού της Ρώμης, Ευάνδρου, από την Αρκαδία και για τον Λύκιο Απόλλωνα της Αρκαδίας (Ρωμύλος 13). Ο Στράβων, ο μεγαλύτερος γεωγράφος της ιστορίας, αναφέρει την Ραουέννα (Ραβένα C 124) ως κτίσμα των Ελλήνων. Στην περιοχή της Αδριατικής είχε δράσει ο Έλλην Διομήδης, για τον οποίο είχαν στήσει Ιερόν «τω μυχώ τον Αδρίου» ενώ, οι νυν Τρέμιτι νήσοι, ελέγοντο «Διομήδειοι νήσοι» (C 215). Ο Αντωνίνος Α' (β' μ.Χ. αιώνας, που η Ελλάς τελούσε υπό ρωμαϊκή κατοχή) απάλλαξε από κάθε φόρο την πολίχνη Παλλάντιον της Αρκαδίας, αναγνωρίζοντας ότι από εκεί είχαν έλθει οικιστές στον λόφο Παλλατίνον της Ρώμης (Παυσανίας Αρκαδικά 43) Οι Σαβίνοι, φαίνεται ότι ήσαν απόγονοι Λακεδαιμονίων «Οι δε Σαβίνοι... κώμας ώκουν ατειχίστους ως προσήκον αυτους μέγα φρονείν και μη φοβείσθαι Λακεδαιμονίων αποίκους ούσιν» (Πλούταρχος Ρωμύλος 16). Σαβίνος ήταν και ο βασιλέας-νομοθέτης των Ρωμαίων, Νουμάς (Πλούταρχος. Νουμάς 1). Μεγάλο ρόλο ακόμα στον εκπολιτισμό της Ιταλίας διαδραμάτισε ο Αρισταίος (ως τόπος καταγωγής του αναφέρεται η Βοιωτία, η Θεσσαλία, η Εύβοια, η Κέα), ο οποίος λατρεύτηκε ως θεός ιδίως στην Σικελία και την Σαρδηνία. Την δεύτερη την ειρήνευσε, την κατεφύτευσε και δίδαξε στους Ιθαγενείς την καλλιέργεια του ελαιόδενδρου, την πήξιν του γάλακτος, την μελισσοτροφία, την ελαιουργία (Πλίνιος Nat.Hist. VII 199, Νόννος Ε. 258 κ. εξ.). Ας πάρουμε, στο σημείο αυτό, τα πράγματα από την αρχή. Η παράδοση πώς η Ρώμη ήταν Αρκαδική Πελασγική αποικία, είχε ευρεία διάδοση στην αρχαιότητα, ιδίως ανάμεσα στους Λατίνους ιστορικούς και ποιητές. Ο κυριώτερος και κεντρικότερος από τους λόφους, όπου ήταν κτισμένη η πόλη (mons Palatinus ή Palatium) πήρε το όνομα του από το Αρκαδικό Παλλάντιο. Έλεγαν, πώς ο Αρκάς Εύανδρος, είχε πάει εκεί 60 χρόνια προ των Τρωικών. Η μητέρα του Ευάνδρου, που λεγόταν Νικοστράτη, έγινε από τους Ρωμαίους Carmentis ή Carmenta (Πλούταρχος Ρωμύλος 21), και είχε εξαιρετικές τιμές από τους κατόπιν Ρωμαίους, γιατί είχε προφητική δύναμη. H ονομαστή porta Camentalis του τείχους της Ρώμης, χρωστούσε το όνομά της σε παρακείμενο βωμό, αφιερωμένο στην μητέρα του Ευάνδρου. Ο Βιργίλιος, αναφέροντας την ίδρυση της πρώτης πόλεως, από τον βασιλέα Εύανδρο, ανάμεσα στους παρά τον Τίβερη λόφους, προσθέτει πώς είχε δοθεί σ' αυτήν το όνομα της μητροπόλεως του «Παλλάντιον» και πώς οι Αρκάδες, που εγκαταστάθηκαν εκεί μαζί με τον Εύανδρο, κατάγονται από την Παλλάδα (Αιν. 8, 51 κπ). Ο Οβίδιος λέει, πώς στην θέση που ήταν επί των ήμερων του η Ρώμη, η πρωτεύουσα του κόσμου, χόρτα μόνον υπήρχαν και λίγα βόσκοντα πρόβατα, αραιά δέντρα και αραιότερες καλύβες, όταν έφτασε εξόριστος από την Αρκαδία ο Εύανδρος, φέρνοντας μαζί του τους πατρώους θεούς. Όταν ο Εύανδρος και η ακολουθία του έφθασαν εκεί, τους σταμάτησε η προφήτισσα μητέρα του λέγοντας: «Σταθείτε, ο τόπος αυτός είναι προορισμένος να γίνει το κέντρο μιας αυτοκρατορίας». Και συνεχίζει την γραφή του ο Οβίδιος: «Ο Νωνάκριος ήρωας άκουσε την θεόπνευστη μητέρα του και έμεινε έχει, δίδαξε τους ντόπιους τις ιερουργίες του τόπου του, ιδίως τους έμαθε να τιμούν τον Πάνα και τον φτεροπόδαρο θεό Έρμη» (Fasti 5, 91 κπ). Εδώ αξίζει να παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα αρχαίων κειμένων τα όποια αποκαλύπτουν την Ελληνοπελασγική καταγωγή των Ρωμαίων, χωρίς βέβαια να συνυπολογίσουμε τις ελληνικές αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας, πού ιδρύθηκαν σε μεταγενέστερα χρόνια: Διονύσιος Αλικαρνασεύς, "Ρωμαϊκή Αρχαιολογία Ι, 11, 2-3". «Επειδή ο Οίνωτρος ήταν δυσαρεστημένος με την μοιρασιά της γης της Αρκαδίας, πού έκανε ο πατέρας του Λυκάων στα 22 παιδιά τον, άφησε την Πελοπόννησο, ετοίμασε στόλο και πέρασε την θάλασσα του Ιονίου μαζί με τον Πευκέτιο, έναν από τους αδελφούς του. Συνοδευόταν δε από πλήθος λαού. Ο Πευκέτιος, αφού πέρασε το ακρωτήριο της Ιαπυγίας, βγήκε με μία ομάδα ανθρώπων στην ξηρά και η περιοχή πού αποβιβάσθηκαν ονομάστηκε Πευκετία. Ο Οίνωτρος δε, με τον περισσότερο στρατό πέρασε στην άλλη θάλασσα, που βρέχει, τις δυτικές περιοχές κατά μήκος των ακτών της Ιταλίας, που ονομάστηκε έκτοτε Αυονική θάλασσα και αργότερα Τυρρηνική. Αύτη η περιοχή ονομάσθηκε Οινωτρία. Ο Οίνωτρος δε, γεννήθηκε 17 γενεές πριν από την τρωική εκστρατεία». Παυσανίας Αρκαδικά 43, 1-3. «Στη συνέχεια του έργου μου οφείλω να ασχοληθώ με το Παλλάντιο, για ο,τι αξιομνημόνευτο υπάρχει εκεί, και για ποιο λόγο ο αυτοκράτορας Αντωνίνος ο παλαιότερος, έκανε το Παλάντιο πόλη αντί κώμης και παραχώρησε στους κατοίκους του ελευθερία και απάλλαξε από τους φόρους. Λένε, λοιπόν, πώς ένας Εύανδρος ξεπερνούσε όλους τους Αρκάδες στην σύνεση και στην πολεμική ικανότητα. Ήταν γιος μιας νύμφης, κόρης του Λάδωνα και του Έρμη. Αυτός στάλθηκε σε αποικία με ομάδα Αρκάδων από το Παλλάντιο και ιδρυσε πόλη παρά τον Τίβερη ποταμό. Ένα μέρος της σύγχρονης μας πόλης της Ρώμης, εκείνο που είχε εγκατασταθεί ο Εύανδρος με τους Αρκάδες του, ονομάστηκε Παλλάντιο, σʼ ανάμνηση της αρκαδικής πόλεως. Γιʼ αυτούς τους λόγους έγιναν οι τιμητικές παραχωρήσεις εκ μέρους του αυτοκράτορα στους Παλλαντιείς». Πλούταρχος Ρωμύλος 1. «...Άλλοι λένε πώς οι Πελασγοί, που πλανήθηκαν στους περισσότερους τόπους της οικουμένης και νίκησαν τους περισσότερους ανθρώπους, εγκαταστάθηκαν στο μέρος αυτό (Ρώμη) και ονόμασαν έτσι την πόλη από την Ρώμη των όπλων τους...» Στράβων, «Γεωγραφικά» Ε' 111,3. «…Ή Ρώμη υπήρξε Αρκαδική αποικία υπό τον Εύανδρο. Αυτός φιλοξένησε τον Ηρακλή, τότε που πήγαινε για τα βόδια του Γηρυόνη. Ο Εύανδρος έμαθε από την μάνα του, την Νικοστράτη, που ήταν έμπειρη στα μαντικά, ότι ήταν πεπρωμένο του Ηρακλή να γίνει θεός, όταν θα τελείωνε τους άθλους του. Το ομολόγησε στον Ηρακλή, καθόρισε έναν ναό και έκανε θυσία προς τιμήν του, συμφώνα με το ελληνικό έθιμο - μία θυσία πού γίνεται ακόμη και σήμερα. Ακόμη και ο ιστορικός των Ρωμαίων, Κοίλιος, θεωρεί αυτή την θυσία απόδειξη, ότι η Ρώμη είναι ελληνικό κτίσμα, αφού πρόκειται για πατρογονική θυσία, ελληνική, στον Ηρακλή. Οι Ρωμαίοι τιμούν και την μητέρα του Ευάνδρου. Την ονόμασαν Καρμέντη και την θεωρούν μία από τις νύμφες.» Στράβων, «Γεωγραφικά» Η' VI,20. «Ο Δημάρατος πάλι, ένας από αυτούς που κυβέρνησαν την Κόρινθο, δραπετεύοντας, μετά από στασιασμούς, κουβάλησε μαζί του τόσο πλούτο από την πατρίδα του στην Τυρρηνία, ώστε αυτός κυβέρνησε την πόλη που τον υποδέχτηκε. Ο γιος του έγινε βασιλιάς των Ρωμαίων». Παρατηρούμε ότι ο Στράβων αποδεικνύεται πολύ μεγάλος γνώστης όσον αφορά την πελασγική καταγωγή των Ρωμαίων, και προχωρεί και σε πιο... βαθιά νερά όσο αφορά το επίμαχο αυτό ζήτημα. Χαρακτηριστικά αναφέρει για τους Ετρούσκους, που καταχωρίζονται από τους αρχαιολόγους ως λαός αγνώστου καταγωγής, τα εξής: «Οι Ρωμαίοι αποκαλούν τους Τυρρηνούς Ετρούσκους και Τούσκους. Οι Έλληνες τους λένε Τυρρηνούς από τον Τυρρηνό του Άτυος, καθώς λένε, που δημιούργησε εδώ αποικίες από την Λυδία. Υπήρχε πείνα και αφορία, οπότε ο Άτυς, ένας από τους απογόνους του Ηρακλή και Ομφάλης, που είχε δυο παιδιά, έριξε κλήρο και κράτησε τον Λυδό, ενώ τον Τυρρηνό με τον περισσότερο κόσμο τους ξαπέστειλε» (Στράβων, «Γεωγραφικά», Ε, II, 2) Μας λέει λοιπόν ο Στράβων ξεκάθαρα ότι οι Ετρούσκοι κατάγονται από την Λυδία της Μ. Ασίας, και κυβερνάτο αυτός ο λαός (οι Ετρούσκοι) από έναν βασιλέα, ο οποιος είναι απόγονος του Ηρακλέους. «Μερικοί από αυτούς (τους Πελασγούς) ήλθαν στην Ιταλία, μαζί με τον Τυρρηνό του Άτυος» (Στράβων «Γεωγραφικά», Ε', II, 4). Στο σημείο αυτό, ο Στράβων, αναφέρεται μόνο στην Λυδία ως χώρα προελεύσεως των Ετρούσκων, και σε άλλο σημείο του έργου του μας μίλα για Πελασγούς εκ Λυδίας, πουθενά όμως δεν ξεκαθαρίζει ότι οι Πελασγοί Ετρούσκοι είχαν κοιτίδα την Ελλάδα. Το ξεκαθαρίζει όμως το κρίσιμο αυτό ζήτημα ο Πλούταρχος (Ρωμύλος 2) με πλήρη σαφήνεια. «…Τους Τυρρηνούς που είχαν έλθει από την Θεσσαλία στην Λυδία κι από την Λυδία στην Ιταλία». Η Θεσσαλία ήταν μία περιοχή της Ελλάδος που βρισκόταν κάτω από την πλήρη κυριαρχία των Πελασγών, ονομάζονταν δε και πελασγικό Άργος, όπως αναφέρει ο Στράβων. Από την Θεσσαλία λοιπόν ξεκίνησαν άποικοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Λυδία. Κάποια στιγμή όμως στη Λυδία αντιμετώπισαν μεγάλο πρόβλημα επιβιώσεως και αναγκάστηκε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να ξενιτευτεί για δεύτερη φορά. Έφθασαν λοιπόν στην Ιταλία και ονομάστηκαν Τυρρηνοί, από το όνομα του ηγέτη τους Τυρρήνου, ωστόσο όμως ήσαν στην καταγωγή Πελασγοί και αυτούς οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν Ετρούσκους. Αυτές όλες οι γενεαλογίες ήταν κοινή πεποίθηση στην αρχαιότητα και απόλυτα ξεκαθαρισμένες και καταχωρημένες, επομένως η άποψη των αρχαιολόγων για τους Ετρούσκους ως λαού αγνώστου καταγωγής είναι εκ του πονηρού, την στιγμή που υπάρχει καταγεγραμμένη καταγωγή στα αρχαία κείμενα. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί και το σημαντικότατο άρθρο που υπογράφει ο Ιταλός αρχαιολόγος Τσάο Τσεβάλι. Στο περιοδικό «CORPUS» (τεύχος 28 Ιούνιος 2001) με τίτλο «Μυκηναίοι, οι πρώτοι Έλληνες στην Ιταλία». Σύμφωνα με αυτό το δημοσίευμα οι Ιταλοί αρχαιολόγοι είναι πλέον βέβαιοι ότι η ελληνική (Πελασγική) παρουσία στην Ιταλία ξεκινά από τον 16° αιώνα π.Χ. Αλλά και η αρχαιολογική σκαπάνη επιβεβαιώνει τους Ιταλούς αρχαιολόγους και φυσικά πάνω απʼ όλους τους αρχαίους συγγραφείς, οι οποίοι υποστήριζαν την ύπαρξη ελληνικών αποίκων από την μυκηναϊκή περίοδο. Ο Στράβων για παράδειγμα αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η πρώτη πόλη είναι ο Κρότων, εκατόν πενήντα στάδια από το Λακίνιο, ο ποταμός Αίσαρος, και λιμάνι σε άλλον ποταμό, τον Νέαιθο, που λένε ότι χρωστάει το όνομά του σε ένα συμβάν. Μερικοί Αχαιοί, που πλανήθηκαν μετά την τρωική εκστρατεία και έφτασαν εδώ, κατέβηκαν να ερευνήσουν την περιοχή και όταν οι Τρωάδες που έπλεαν μαζί τους, έμαθαν ότι τα πλοία είναι έρημα, επειδή είχαν κουραστεί από το ταξίδι. Έκαψαν τα πλοία. Έτσι, οι άνδρες αναγκάστηκαν να μείνουν, βλέποντας εξ άλλου ότι και η γη ήταν πολύ εύφορη». (Στράβων, «Γεωγραφικά» ΣΤ Τ, 12). Αχαιοί - Μυκηναίοι ιδρύουν αποικία στον κόλπο του Τάραντα, στην Νότια Ιταλία, μετά τον Τρωικό πόλεμο. Κι όλα αυτά ενώ μέχρι σήμερα διδάσκεται επίσημα στα σχολεία -άκουσον, άκουσον- ότι οι Έλληνες πήγαν για πρώτη φορά στην Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ. Και συνεχίζει ο Στράβων: «η Πίσα είναι κτίσμα των Πισάτων της Πελοποννήσου, πού ήλθαν με τον Νέστορα στο Ίλιο και στην επιστροφή περιπλανήθηκαν, άλλοι στο Μεταπόντιο κι άλλοι στο Πισάτις» (Στράβων «Γεωγραφικά» Ε' Π, 5). «...για τους Ενετούς υπάρχουν δυο εκδοχές: Η μία λέει ότι είναι άποικοι Κέλτες, από αυτούς πού ζούνε στον Ωκεανό, ενώ η άλλη αναφέρει ότι πρόκειται για Ενετούς της Παφλαγονίας, που από τον Τρωικό πόλεμο διασώθηκαν, φθάνοντας εδώ με επικεφαλής τον Αντήνορα» (Στράβων «Γεωγραφικά Ε' II, 4). Ο Στράβων όμως είναι κατηγορηματικός ότι ο αποικισμός της Ιταλίας είναι κατά πολύ αρχαιότερος της μυκηναϊκής περιόδου. Οι πρώτοι Πελασγοί και Ελληνοπελασγοί που έφτασαν σε Ιταλία και Σικελία, ήσαν οι Κρήτες του Μίνωος. Ακόμη και ο Τάραντας ήταν αρχικά πόλη της Κρήτης. «Λένε πώς ήσαν αυτοί που ταξίδευσαν με τον Μίνωα στη Σικελία κι όταν αυτός πέθανε στην Καμική, στην κατοικία του Κώκαλου, έφυγε από την Σικελία και μερικοί, με τα πόδια, πέρασαν στον Αδρία κι έφθασαν στην Μακεδονία, όπου ονομάσθηκαν Βοττιαίοι. Λέγεται, πάντως, ότι όλοι όσοι κατοικούν έως την Δαύνια λέγονται Ιάπυγες, από τον Ιάπυγα, που ήταν παιδί του Δαίδαλου με μία Κρητικιά γυναίκα και έγινε αρχηγός των Κρητών. Τάραντα ωνόμασαν την πόλη από κάποιον ήρωα». (Στράβων «Γεωγραφικά» ΣΤ^ ΠΙ, 2). «Όταν ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η Υρία βρίσκεται στην Ιαπυγία, που ιδρύθηκε από τους Κρητικούς που χώρισαν από τον στόλο του Μίνωα στην Σικελία, πρέπει να δεχθούμε την Ουρία ή τον Ουερητό।Το Βρεντέσιο λέγεται ότι το αποίκισαν Κρήτες, αυτοί πού έφυγαν με τον Θησέα από την Κνωσό, είτε αυτοί που έφυγαν από την Σικελία με τον Ιάπηγα...» (Στράβων «Γεωγραφικά», ΣΤΊΙΙ, 6)। ΠΗΓΗ περιοδικο «Ελληνόραμα», τ.25o