Μοναχή της μονής διηγείται πως το καλοκαίρι του 1988 άρχισε μια μεγάλη δοκιμασία της υγείας της με δυνατούς πόνους στη μέση και τα πόδια, που όσο περνούσε ο καιρός γινόταν πιο ισχυροί., που την καθήλωσαν στο κρεβάτι του πόνου. Οι γιατροί διέγνωσαν διπλή δισκοκοίλη, που έπρεπε σύντομα να χειρουργηθεί. Δισταγμοί και φόβοι για τη σοβαρή επέμβαση την οδήγησαν σε φυσιοθεραπεία, δίχως όμως σημαντικά αποτελέσματα. Έτσι η μοναχή έμεινε κλινήρης με δυνατούς πόνους. Μια κυρία, πνευματικό τέκνο του Γέροντα, τηλεφώνησε στις μοναχές της μονής και τους ανέφερε πως της παρουσιάστηκε ο Γέροντας στον ύπνο της και της είπε : «Την τελευταία Κυριακή του Ιανουαρίου θα λειτουργήσω ο ίδιος στο μοναστήρι». Η ασθενής μοναχή όταν το έμαθε, παρά τη μεγάλη δυσκολία της, ζήτησε κι εκείνη να λειτουργηθεί. Με κόπο και υποβασταζόμενη πορεύτηκε και εισερχόμενη στην εκκλησία, την ώρα που ο ιερεύς διάβαζε το ευαγγέλιο της Θείας Λειτουργίας «την ίδια στιγμή φεύγει ένα βάρος από επάνω μου και σταθερά προχώρησα στη θέση μου, όπου παρέμεινα μέχρι το τέλος της θείας Λειτουργίας χωρίς πόνους. Το μεσημέρι, ύστερα από τόσους μήνες πήγα και εγώ στη τράπεζα και την ώρα που έμπαινε η σεβαστή μου Γερόντισσα, έσκυψα και της έβαλα βαθιά μετάνοια. Ο Γέροντας είχε κάνει το θαύμα του, δεν χρειάστηκε να επιστρέψω στο κρεβάτι. Του χρωστάω απέραντη ευγνωμοσύνη