Η κυρία Χρυσούλα Συμεωνίδου το γένος Χατζηδημητριάδου από το χωριό Καλλίκαρπο Δράμας κατά το έτος 1956 ήρθε στη Σίψα, όπου παντρεύτηκε τον κύριο Βασίλειο Συμεωνίδη. Τότε πήγαινε στο Γέροντα πολύ συχνά και ζητούσε τις συμβουλές του. Της είπε, επειδή ήταν νεόνυμφη – κατά τη συνήθεια των Ποντίων – να μην ακουσθεί η φωνή της επί τρεις μήνες (ούτε στο σπίτι της να μιλάει) μόνο νʼ ακούει ότι της έλεγε ο Γέροντας. Αφού πέρασαν οι τρεις μήνες της είπε να κάνει τρεις μετάνοιες στην εικόνα της Παναγίας και νʼ ανάψει ένα κερί. Τέλος την ευλόγησε και της είπε : «Τώρα λύθηκε η γλώσσα σου». Όταν απέκτησε το πρώτο της παιδί στις 24 Σεπτεμβρίου 1957 ήταν τελείως άφωνο (δεν έβγαζε φωνή ούτε για να κλάψει). Ένα βράδυ, ενώ κοιμόταν δίπλα στη κούνια του μωρού, άκουσε τη κούνια να κινείται και με τον θόρυβο ξύπνησε. Τότε, με μεγάλη της έκπληξη είδε έναν Γέροντα με μακριά γενειάδα και μακριά μαλλιά που φορούσε άμφια, και της είπε : «Μη φοβάσαι, επειδή έκλαιγε το παιδί και δεν το άκουγες, ήρθα να το κουνήσω». Φεύγοντας της είπε : «Μη φοβάσαι από μένα, από την αμαρτία όλοι να φοβάσθε». Την άλλη ημέρα ειδοποίησε ο Γέροντας τη πεθερά της να πάει στο μοναστήρι. Της είπε ότι απόψε κάποιος επισκέφθηκε τη νύφη της. Και εκείνη του είπε ότι πράγματι έτσι έγινε. Της παράγγειλε τότε να έλθει και η νύφη της στο μοναστήρι, η οποία και πήγε και άκουσε από τον άγιο Γέροντα : «Μη κλαις για το παιδί σου, όταν κλείσει χρόνο θʼ ακούσεις τη φωνή του και τη λέξη μαμά». Πράγματι στις 24 Σεπτεμβρίου κλείνοντας χρόνο, άκουσε τη φωνή του, το κλάμα του και τη λέξη «μαμά». Κάποτε που συζητούσε η ίδια με τον Γέροντα της είπε πως θα γνωρίσει πολλά κράτη. Πράγματι, αργότερα έζησε στη Γερμανία, Αμερική, Καναδά και αλλού. Μία εβδομάδα πριν τη κοίμησή του ο Γέροντας την κάλεσε και της είπε τι φαγητό να κάνει στην κηδεία του, δηλαδή φασολάδα και ποντιακή σούπα. Ήθελε όλος ο κόσμος που θα ερχόταν να φάει και να μην μείνει κανένας νηστικός. Οι γυναίκες μάλιστα να φορούν άσπρες μαντίλες. Έτσι και έγινε με την ευχή του. Είχαν περάσει περίπου είκοσι μέρες μετά την οσιακή κοίμησή του, όταν τον είδε στον ύπνο της, μέσα σʼ ένα εκκλησάκι πάνω σʼ ένα λόφο, με τη θύρα ανοικτή πάνω σʼ ένα τάφο. Από τη μέση και πάνω ήταν ζωντανός και το υπόλοιπο σώμα μέσα στο χώμα. Τον ρώτησε αν πεινάει και αν ήθελε να του φέρει, όπως συνήθιζε, γεμιστές πιπεριές. Τότε μειδιώντας της είπε : «Όχι, θέλω σιτάρι». Όταν συμπληρώθηκαν σαράντα ημέρες από την μακαρία του κοίμηση έκανε κόλλυβα σε μεγάλο δίσκο στη θεία Λειτουργία που έγινε για το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του. Το βράδυ της ίδιας ημέρας τον είδε στην αυλή της αδερφής της, την φώναξε και της έδωσε να πιει αγιασμό από το χέρι του τρεις φορές, την σταύρωσε και της είπε : «Να έχεις την ευχή μου».