Μία ευλαβής γυναίκα μόλις ο σύζυγός της έφευγε για δουλείες του στη Δράμα, εκείνη ανηφόριζε βιαστικά για το μοναστήρι για να προλάβει την ακολουθία, που τελείωνε πάντα πριν ξημερώσει. Μια ημέρα που έφυγε ο σύζυγος της με φορτωμένο το αμάξι του με ξύλα, έτρεξε στην εκκλησία του μοναστηριού. Στάθηκε σε μία γωνία πίσω από το παγκάρι και άρχισε θερμή την προσευχή της. Ήτα χρόνια δύσκολα, Βουλγάρικη κατοχή… Στο τέλος της θ. Λειτουργίας πήγε τελευταία να πάρει αντίδωρο. Σκύβει τότε λίγο ο Γέροντας και της λέει χαμηλόφωνα : «Η Παναγία κόρη μου, άκουσε την προσευχή σου και έσωσε τον άνδρα σου από μεγάλο κίνδυνο!..». Έφυγε σκεπτική και με κάποια αγωνία πότε να βραδιάσει, να επιστρέψει ο σύζυγός στο σπίτι και να μάθει τι του είχε συμβεί. Παράλληλα όμως δόξαζε το θεό και ευχαριστούσε με τη καρδιά του τη Παναγία για τα μεγάλη χάρη που της έκανε. Με πολύ συγκίνηση της διηγήθηκε το βράδυ ο σύζυγός της πως γλίτωσε ως εκ θαύματος. Παραλίγο να τον τουφεκίσουν δύο δασικοί – ένας Έλληνας και ένας Βούλγαρος – αν ανακάλυπταν κάποιο ξύλο απαγορευμένο που είχε κρύψει κάτω από τα κοινά καυσόξυλα και που του χρειαζόταν για τη δουλειά του. Τον σταμάτησαν έξω από το χωριό και του επέβαλαν να ξεφορτώσει τα ξύλα. Μια, δυο, τρεις σειρές. Υπελείπετο μία, για να φανεί το κρυμμένο και το αποτέλεσμα ήταν γνωστό… Ξαφνικά στρέφεται ο Βούλγαρος και λέει στον σύντροφό του : «Τι τον ταλαιπωρούμε τον άνθρωπο δεν θα έχει τίποτα ύποπτο». Και απευθυνόμενος προς τον αγωγιάτη που εξωτερικά διατηρούσε ακόμα την ψυχραιμία του, του είπε να φορτώσει πάλι και να φύγει. Ο ίδιος γνώριζε τα Βουλγαρικά, γιατί ήταν πρόσφυγας από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας.