Άλλοτε μία γυναίκα δεν πρόλαβε να βάλει το πόδι της στο κελί του, τη σταματά και της λέει : «Τα χέρια σου καίνε, καίουν αλλά δεν βλέπουμε φωτιά. Τι δουλειά κάνεις;» Απάντησε εκείνη πως είναι μαμή. «Πόσα παιδιά σκότωσες;», της λέει ο Γέροντας. «Κανένα», απαντά εκείνη. «Να σου πω εγώ. Πέντε. Στο τάδε χωριό, την τάδε γυναίκα, βοήθησε στην έκτρωση…». Και της ανέφερε με ονόματα και τα πέντε περιστατικά. Εκείνη έμεινε άφωνη, με δάκρυα γονάτισε και ζήτησε συγχώρεση. «Σήκω επάνω», της λέει ο Γέροντας, «θα πας να ζητιανέψεις σε εφτά χωριά, στο τάδε χρειάζονται μία γεφυρίτσα, στο τάδε μία βρύση, στο τάδε μία φορεσιά άμφια στον φτωχό ιερέα…». Και στα υπόλοιπα της είπε να κάνει αναγκαία καλά. Μετά ένα χρόνο επέστρεψε και προτού του πει εκείνη τι μπόρεσε να κάνει, της τα είπε πρώτος ο Γέροντας, που τη συγχώρεσε για τη μεγάλη της ταπείνωση και την προσπάθειά της να εκτελέσει τον κανόνα της στην εντέλεια.