Μια ημέρα, μια γυναίκα διηγείται πως ο Γέροντας ετοίμαζε κόλλυβα ψέλνοντας με την ωραία φωνή του. Σκεπτόταν πως θα μπορούσε να κάνει κι εκείνη ένα μνημόσυνο, που δεν είχε χρήματα. Ο Γέροντας σαν να πέρασε στο νου της, γυρίζει και της λέει : «Τι σκέπτεσαι; Εγώ ξέρω ο φτωχός όταν μπορεί και ο πλούσιος όταν θέλει, Θα πάρεις γνήσιο κερί και τα κόλλυβα και φέρτα στο μοναστήρι να τα διαβάσω». Τα πήγε και τα διάβασε δίχως να πάρει χρήματα. Η ίδια, όταν τον επισκέφτηκε με άλλες δύο γυναίκες συζητούσαν στον αυλόγυρο. Η μία λέει : «Ο καλόγερος φαίνεται δεν τα καταλαβαίνει όλα.». Την ίδια στιγμή βγαίνει ο Γέροντας από το κελί του και της λέει : «Ελένη, ο καλόγερος δεν τα ξέρει όλα.». Απόρησαν και θαύμασαν, γιατί η απόσταση ήταν μεγάλη και δεν μπορούσε να τους είχε ακούσει.