Στην εποχή των ανταρτών το Καρά-Ντερέ ήταν το κέντρο τους και εκεί ήταν το επιτελείο τους. Μια μέρα οι αντάρτες ξεκίνησαν από το Καρά-Ντερέ για τη Σίψα με σκοπό να κάψουν το χωριό και να φονεύσουν. Τα διπλανά χωριά τα είχαν κάψει και είχαν φονεύσει πολλούς. Ήρθαν στη Σίψα και ήταν έτοιμοι να την καταστρέψουν. Ο αρχηγός τους όμως μετανόησε και είπε στους συντρόφους του : «Αυτοί φτωχοί άνθρωποι είναι, γιατί να τους πειράξουμε;». Και επέστρεψαν στη βάση τους. Οι υπόλοιποι αξιωματικοί του επιτελείου όταν τους είδαν να επιστρέφουν βγήκαν προς συνάντησή τους για να ακούσουν τα αποτελέσματα της επιδρομής. Ο αρχηγός της ομάδας τους είπε : «Γιατί να τους καίγαμε; Φτωχοί άνθρωποι είναι και μένουν ήσυχοι σα σπίτια τους». Ένας άλλος όμως διαφώνησε μαζί του και είπε : «Εγώ θα πάω να καταστρέψω το χωριό». Έρχεται στη Σίψα, αλλά γυρίζει και αυτός άπρακτος αισθανόμενος όπως και ο προηγούμενος. Τότε αναλαμβάνει ένας τρίτος για να συμβεί και σε αυτόν το ίδιο. Τέλος συναντήθηκαν και οι τρεις στο επιτελείο τους και απορούσαν πως επέστρεφαν άπρακτοι από αυτό το χωριό. Θεωρούσαν κάποια δύναμη να σκεπάζει το χωριό., άλλη εξήγηση δεν μπορούσαν να δώσουν. Τη συζήτηση των αξιωματικών την πληροφορήθηκε ένας χωρικός, τον οποίο είχαν συλλάβει με σκοπό να τον εκτελέσουν. Δύο φορές είχαν επιχειρήσει να τον εκτελέσουν και τις δύο φορές την τελευταία στιγμή μετανοούσαν. Αυτός έκανε γνωστό το περιστατικό αυτό. Είναι γεγονός πως μόνο με τη βοήθεια του Θεού και τη πρεσβεία του Γέροντος σώθηκε το χωριό και οι κάτοικοι. Είναι αξιοσημείωτο πως με την προορατική χάρη του ο Γέροντας είχε δει τον επερχόμενο κίνδυνο και συνέστησε στους κατοίκους να πάρουν την εικόνα ης Παναγίας, να τη λιτανεύσουν γύρω από το χωριό ψάλλοντας ώστε να προφυλαχθεί από την καταστροφή. Υπάκουσαν οι χωρικοί, το χωριό δεν διχάσθηκε και δεν έπαθε τίποτε κατά τον συμμοριτοπόλεμο. … Άλλος διηγείται πως επί Βουλγαρικής κατοχής ήρθαν οι κατακτητές να φονεύσουν τους κατοίκους της Σίψας. Πήραν τον Γέροντα και τον οδήγησαν στο καφενείο του χωριού μαζί με τους άλλους άνδρες. Λέγει ο επικεφαλής αξιωματικός απευθυνόμενος προς αυτούς : «Κάποιον άγιο έχετε εσείς εδώ και σας φυλάει. Ενώ ερχόμασταν ούτε κότα να μην αφήσουμε, κόβονται τα πόδια μας και τα χέρια μας». Ο Γέροντας είπε όταν έφυγαν πως ο Τίμιος Πρόδρομος τους έκοβε τα πόδια και τα χέρια.