Μια ημέρα μετά τον εσπερινό, ο Γέροντας κάθισε μαζί με τους συγκεντρωμένους προσκυνητές και τους μίλησε για σοβαρά πνευματικά θέματα. Όταν έφυγε ο κόσμος ο Γέροντας αποσύρθηκε στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Όταν εξήλθε από την εκκλησία είπε στον ψάλτη του Χατζηανέστη και στο νεωκόρο του πως παρέστη μάρτυρας σε μία δίκη στον ουρανό. Στο χωριό Κεμπισλή, ο ιερέας του χωριού Χαρίτος, είχε ένα άλογο και του το έκλεψαν δύο αδέρφια, ο Θεόδωρος και Γεώργιος που ήταν αδέρφια της Σουλτάνας, της μητέρας του Χατζηανέστη. Ο ιερεύς λυπημένος έψαχνε να βρει το άλογό του αλλά αδίκως. Τα δύο αδέρφια το έκρυψαν στο στάβλο της αδερφή του και της είπαν να περάσει ο ιερεύς και τη ρωτήσει για το άλογό του, να του πει πως δεν γνωρίζει τίποτε, όπως και έπραξε. Έτσι ο ιερεύς έχασε οριστικά το άλογό του και το κέρδισαν άνομα άλλοι. Στο αόρατο αυτό δικαστήριο παρακολούθησε ο Γέροντας περιστατικά και πρόσωπα για τα οποία δεν είχε ακούσει ποτέ και δεν γνώριζε τίποτε με κάθε λεπτομέρεια. Απευθυνόμενος τώρα στον Χατζηανέστη του λέει : «Δεν έπραξε καλά η μητέρα σου. Ρώτησέ την και θα σου πει…». Πράγματι το ίδιο βράδυ πηγαίνοντας στο σπίτι του ο Χατζηανέστης ανέφερε το γεγονός και η μητέρα του απορημένη το επιβεβαίωσε. Αισθάνθηκε έντονα την αμαρτία της και ήλθε στο Γέροντα μετανοημένη. Ο Γέροντας την επετίμησε και της έθεσε τον σχετικό κανόνα προς απαλλαγή του βάρους της ψυχής της.