Άλλοτε ήταν ο Γέροντας πολύ άρρωστος επί μία εβδομάδα και παρέμεινε κλινήρης στο παρά την εκκλησία κελί του. Στο ναό ακούστηκαν βήματα.. Ο επισκέπτης που καθόταν πλάι στον Γέροντα, νόμισε πως ήρθαν άλλοι επισκέπτες και δεν έδωσε σημασία. Μετά από λίγο επανελήφθη πάλι το ίδιο, οπότε σηκώθηκε να δει ποιοι είναι. Δεν είδε όμως κανένα. Αυτό επανελήφθη και για τρίτη φορά. Και πάλι δεν είδε κανένα. Τότε ο Γέροντας άνοιξε τα άτια του και του είπε σιγά : «Τι θέλεις να δεις με τα μάτια σου. Αυτοί είναι αόρατοι επικέπτες…». Την ίδια ημέρα σηκώθηκε με πολύ δυσκολία, γιατί ήταν σοβαρά άρρωστος, για τον Εσπερινό, αφού βαστούσε τους τοίχους για να βαδίσει. Μετά τον εσπερινό έγινε τελείως καλά. Οι ουράνιοι συμπαραστάτες του, του είχαν δώσει την υγειά του.