«Η Μ. τελειώνοντας την εργασία της στην πόλη του Ναυπλίου επέστρεφε στο σπίτι της διαμέσου της οδού που συνδέει το Ναύπλιο με το Τολό και το Δρέπανο. Η νύχτα ήταν προχωρημένη και εξαιτίας του Χειμώνα δεν κυκλοφορούσαν άλλα αυτοκίνητα στην περιοχή. Ο δρόμος εκείνος ας σημειωθεί ότι είναι πολυσύχναστος κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και μάλιστα σημειώνονται αρκετά μποτιλιαρίσματα και τροχαία ατυχήματα. Λίγη ώρα μετά είδε στη δεξιά πλευρά του δρόμου έναν Ιερέα να στέκεται και υποθέτόντας πως θα πήγαινε για κάποια Λειτουργία στα γύρω χωριά, σταμάτησε και τον πήρε. Ήταν ψηλός, κάπως σωματώδης και δεν της ενέπνευσε φόβο αρχικά. Συζήτησαν περί ανέμων και υδάτων, όταν η προσοχή του στράφηκε προς ένα μικρό Σταυρό, τον οποίο η Μ. είχε κρεμάσει από τον καθρέφτη. Ο Ιερέας μόλις τον είδε, έκανε μια κίνηση να τον πιάσει και η γυναίκα φαντάστηκε πως θα ήθελε να τον ασπαστεί, για να διαπιστώσει όμως ότι το χέρι που βγήκε από το μανίκι του ήταν απίστευτα οστεώδες, με μακριά νύχια που θύμιζε έντονα το "πόδι μιας κότας" [sic]. Φρέναρε απότομα λέγοντας μια προσευχή από μέσα της αλλά ο ιερέας είχε εξαφανιστεί.» Δεν γνωρίζω τη μάρτυρα προσωπικά και δεν μπορώ να εγγυηθώ για την αξιοπιστία της. Πάντως είναι μια κυρία που ήταν αρκετά ειλικρινής και φοβισμένη παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει χρόνια από την εμπειρία εκείνη. Στην ερώτησή μου γιατί σταμάτησε σε ένα ερημικό σημείο τέτοια ώρα για να πάρει έναν άγνωστο, μου απάντησε πως δεν φαντάστηκε ποτέ ότι ένας Ιερέας θα μπορούσε να της κάνει κακό. Ρώτησα ξανά εάν της πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να ήταν κάποιος ληστής μεταμφιεσμένος και μου απάντησε πως εκείνη την εποχή δεν φοβόταν τόσο. Δήλωσε επίσης πως είναι χριστιανή ορθόδοξη και πως εκείνος που συνάντησε πρέπει να ήταν ο Διάβολος.