Συγγραφέας : Λουκιανός ( 160 μ.χ. ) O Μένιππος είχε εξαφανιστεί στην κούφια γη και επιστρέφοντας χαιρετά επιτέλους το σπίτι του: ……Χαίρετε στέγη και προπύλαια του σπιτιού μου. Με τη χαρά σας βλέπω τώρα που ξαναβλέπω το φως….Ήρθα από τον κάτω κόσμο και από του σκοταδιού τις πόρτες που ‘χει ο Άδης χώρια απ’ τους θεούς….Αλλά ολοζώντανο με δέχθηκε ο Άδης…Κατέβηκα στον Άδη, φίλτατε μου, για να συμβουλευτώ το Θηβαίο Τειρεσία…Πες μου λοιπόν, πως τα περνάτε εσείς εδώ πάνω στη Γη και τι γίνετε στην πολιτεία; ( Κανένα νέο δεν υπάρχει και η κατάσταση είναι όπως πριν, κλέβουν, επιορκούν, τοκογλύφουν, αισχροκερδούν ). Α, τους άτιμους τους παλιανθρώπους. Δεν ξέρουν τι αποφάσεις πάρθηκαν στον κάτω κόσμο πριν από λίγο, και ποια ψηφίσματα επικυρώθηκαν κατά των πλουσίων, που –μα τον Κέρβερο- με κανένα τέχνασμα δεν θα μπορέσουν να ξεφύγουν. ( Τι λες; Ψηφίστηκαν από τους ανθρώπους του Άδη νεότεροι νόμοι για τους ανθρώπους του επάνω κόσμου; ). Ορκίζομαι στο θεό, και μάλιστα πολλοί τέτοιοι νόμοι. Δεν επιτρέπεται όμως να ανακοινώνονται σε όλους αυτά και ούτε να λέγονται τα όσα είναι μυστικά, γιατί υπάρχει φόβος να με καταγγείλει κανείς για ασέβεια στο Ραδάμανθυ. (Μην φοβάσαι Μένιππε, για τον θεό, δεν υπάρχει τέτοιος φόβος από μένα. Σε παρακαλώ λοιπόν μη τα κρύψεις από το φίλο σου. Θα μιλήσεις σε άνθρωπο που ξέρει να κρατά τα μυστικά και μεμυημένο )… Βρέθηκα σε μεγάλη απορία στη ζωή μου και σκεφτικά να πάω να βρω αυτούς που τους λένε φιλόσοφους, να παραδώσω σε αυτούς τον εαυτό μου και να τους παρακαλέσω να με μεταχειριστούν όπως θέλουν και να μου υποδείξουν ένα απλό και σωστό τρόπο ζωής…..Και αλήθεια όσο τους γνώριζα, τόσο πιο πολύ έβρισκα γνώμες, γι αυτό και πολύ γρήγορα σχημάτισα την πεποίθηση πως σε σύγκριση με αυτούς, ο βίος των απλών ανθρώπων είναι πολύ σοφότερος. Ο ένας από αυτούς λ.χ. με συμβούλευε να απολαμβάνω κάθε ηδονή και μόνο την ηδονή να επιζητώ….Ο άλλος, αντίθετα, δίδασκε ότι πρέπει να δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ, να μοχθώ, να κουράζω το κορμί μου…..Ένας άλλος πάλι με συμβούλευε να καταφρονώ τον πλούτο και να μην σκοτίζομαι για την απόκτησή του, ενώ ένας άλλος ότι ο πλούτος είναι αγαθό από τον θεό και πρέπει να τον αποκτούμε. Και τι να πω για τις κοσμοθεωρίες τους; Όταν τους άκουγα κάθε μέρα να μιλούν για τις Ιδέες, και τα Ασώματα, και τα Άτομα και τα Κενά….Παρακολουθώντας τα λόγια τους και τα έργα τους, έβρισκα πως οι πράξεις τους ήταν αντίθετες από τις διδασκαλίες τους….. …..Και ενώ κάποια νύχτα δεν με έπαιρνε ο ύπνος κάνοντας αυτές τις σκέψεις πήρα την απόφαση να πάω στη Βαβυλώνα και να παρακαλέσω κάποιους από τους μάγους εκείνους που είναι διάδοχοι του Ζωροάστρη, για τους οποίους είχα ακούσει πως με κάποιες τελετές μπορούσαν να ανοίξουν και τις κρυφές πόρτες του Άδη και να κατεβάσουν σε αυτόν στα σίγουρα όποιον θέλουν και να τον ανεβάσουν πάλι επάνω, να με βοηθήσουν να βρω την αλήθεια. Νόμιζα λοιπόν, πως το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν, με τη βοήθεια κάποιου από αυτούς τους μάγους, να κατέβω στον Άδη και να βρω τον Τειρεσία τον Βοιωτό, για να μάθω από αυτόν, που ήταν μάντης και σοφός, ποια είναι η καλύτερη ζωή που πρέπει ο κάθε μυαλωμένος να εκλέγει. Πετάχτηκα λοιπόν από το κρεβάτι μου και πήγα στη Βαβυλώνα…. Όταν έφτασα εκεί, βρήκα ένα Χαλδαίο, που ήταν σοφός και θαυμάσιος στη δουλειά του, με κάτασπρα μαλλιά και σεβάσμια γενειάδα, που τον έλεγαν Μιθροβαζάνη….Και ύστερα από χίλιες ικεσίες και όρκους τον κατάφερα να μου δείξει το δρόμο προς τον Άδη….. ……Τότε ο Χαλδαίος με πήρε κοντά του και πρώτα άρχισε να με λούζει 29 μέρες κατά σειρά, κάνοντας αρχή με το νέο φεγγάρι. Με κατέβαζε κάθε πρωί τα ξημερώματα στον Ευφράτη και όταν έβγαινε ο ήλιος απάγγελνε σε αυτόν μια μεγάλη προσευχή, που απ’ αυτήν ούτε λέξη δεν καταλάβαινα….φαινόταν ωστόσο πως επικαλούνταν κάποιους θεούς. Ύστερα από τη μαγική του προσευχή, και αφού με έφτυνε τρεις φορές στο πρόσωπο, γυρίζαμε πίσω στο σπίτι του, χωρίς όμως να βλέπω κανέναν από τους ανθρώπους που έβρισκα στο δρόμο! Η τροφή μας ήταν τα ακροβλάσταρα της βελανιδιάς, ποτό μας το γάλα και το υδρόμελι, καθώς και το νερό του Χοάσπου, και κρεβάτι μας το ύπαιθρο πάνω στα χορτάρια. Όταν έγινε η προετοιμασία που έπρεπε, μ’ έφερε κατά τα μεσάνυχτα στον Τίγρητα ποταμό, όπου με έπλυνε, με σπόγγισε, με εξάγνισε με δαδιά και σκίνα και με άλλα τέτοια πολλά, μουρμουρίζοντας και τη μαγική του προσευχή, και ύστερα αφού έκανε μάγια σε όλο μου το σώμα και έκανε διάφορους κύκλους ολόγυρα μου για να μην πάθω κακό από τα πνεύματα, με ξαναέφερε πάλι στο σπίτι του, έτσι όπως ήμουν βαδίζοντας όμως πισώπλατα. Ως το πρωί ετοιμαζόμασταν για το ταξίδι και μου έδινε οδηγίες…. ……Μου φόρεσε τούτο το καπέλο, την προβιά του λιονταριού, και μου έδωσε να κρατώ τη λύρα και με πρόσταξε, αν με ρωτήσει κανείς στο δρόμο το όνομά μου, να μην πω ότι με λένε Μένιππο, αλλά Ηρακλή ή Οδυσσέα ή Ορφέα… …….Αφού περάσαμε και τη λίμνη, φθάσαμε σε ένα μέρος έρημο, που ήταν γεμάτο από δέντρα, που δεν το έβλεπε ο ήλιος….Στο τέλος, ο Μιθροβαζάνης, κρατώντας δαυλό αναμμένο και με δυνατή φωνή, επικαλούνταν φωνάζοντας όλα τα δαιμόνια μαζί, και τις Τιμωρίες και τις Ερινύες, και τη μαύρη Εκάτη και φοβερή Περσεφόνη, ανακατεύοντας με τα ονόματα αυτά και μερικές άλλες βαρβαρικές άγνωστές μου θεότητες, που τα ονόματά τους ήταν δύσλεξα και μακρόλεξα. Αμέσως τότε όλος ο τόπος τραντάχθηκε και όταν ειπώθηκε η μαγική προσευχή, η γη σχίστηκε και ακούστηκε από μακριά η κραυγή του Κέρβερου και με κατάκλεισε φόβος και τρόμος. « Και ο βασιλέας των νεκρών κάτω από τη γη φοβήθη». Γιατί φαίνονταν τα πιο πολλά μέρη του Άδη και η λίμνη και ο Πυριφλεγέθων ποταμός και του Πλούτωνα τα ανάκτορα…. …….και ακούγαμε τις απολογίες των κατηγορουμένων στο δικαστήριο. Εκείνοι δε που τους κατηγορούσαν ήταν μερικοί πολύ παράξενοι και αλλόκοτοι ρήτορες ( Ποιοι ήταν αυτοί; ). Ξέρεις τις σκιές που σχηματίζουν τα κορμιά μας όταν τα χτυπά ο ήλιος; (βεβαιότατα ). Αυτές λοιπόν οι σκιές, όταν πεθάνουμε, μας κατηγορούν και μαρτυρούν τα όσα κακά κάναμε στη ζωή μας. Και είναι πολύ αξιόπιστες, επειδή πάντα μας παρακολουθούν και ποτέ δεν χωρίζονται από τα σώματά μας….και τότε ήρθε ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος, που τον τιμούν πολύ εκεί κάτω και έχει πολύ μεγάλη επιρροή στους κυβερνήτες του κάτω κόσμου, βεβαιώνοντας πως πολλούς από τους διανοούμενους βοήθησε ο Διονύσιος, όταν οι άλλοι τους χλεύαζαν στον Πάνω Κόσμο. Κι έτσι γλίτωσε ο Διονύσιος από τα βασανιστήρια….. ……πήγα κοντά στον Τειρεσία και αφού του διηγήθηκα όλες τις περιπέτειες που πέρασα για να τον βρω σε αυτόν τον μυστικό τόπο, τον παρακάλεσα να μου πει ποιος είναι ο καλύτερος βίος. Ο Τειρεσίας, αφού γέλασε – ένα τυφλό γεροντάκι, χλωμό και με αδύνατη φωνή – μου είπε: «Παιδί μου ξέρω την αφορμή που σε έφερε σε αυτήν την αγωνιώδη απορία. Η αιτία είναι οι σοφοί, που δεν συμφωνούν ποτέ με τον ίδιο τους τον εαυτό. Δυστυχώς όμως δεν μου επιτρέπεται να πω τίποτα, γιατί απαγορεύεται από τον Ραδάμανθυ». «Όχι παππούλη μου…..», του είπα, «μην αρνιέσαι να μου μιλήσεις, μη με αφήνεις τυφλότερο από σένα να πλανιέμαι στη ζωή….». Τότε ο Τειρεσίας, ακούγοντας αυτό, με τράβηξε παράμερα, και όταν βρεθήκαμε μακριά από τους άλλους, έσκυψε και μου είπε ψιθυριστά στο αυτί: « Ο βίος των απλών ανθρώπων είναι ο καλύτερος και ο σωφρονέστερος. Είναι ανοησία να θέλεις να μάθεις τι υπάρχει στον ουρανό και κάτω από τη γη, και να ζητάς το πώς έγινε ο κόσμος και ποιος είναι ο σκοπός του. Περιφρονώντας λοιπόν όλες τις φιλοσοφίες και τις θρησκείες και τις διδασκαλίες, και χαρακτηρίζοντας όλες τους τις θεωρίες μωρολογίες, κοίτα μόνο να είσαι γαλήνιος και να απολαύσεις την παρούσα ζωή, και αδιαφορώντας για όλα φρόντισε να περάσεις με γέλια και με χαρά τη ζωή σου, απλοϊκά όμορφα και καλοσυνάτα….». Κι όταν είπε αυτά τα λόγια, ξαναγύρισε μονάχος του στο λιβάδι το γεμάτο από ασφοδέλια. Εγώ τότε, ήταν πια αργά, και είπα στο Μιθροβαρζάνη: « Εμπρός, γιατί αργοπορούμε και δεν γυρίζουμε στην επάνω ζωή;» Αυτός μου απάντησε: «Μην ανησυχείς, Μένιππε, θα σου δείξω ένα μονοπάτι που θα σε βγάλει γρήγορα και εύκολα». Κι αμέσως με έφερε σε ένα μέρος πιο σκοτεινό από τον άλλον Άδη, που ήταν ημιφωτισμένος, και μου έδειξε μακριά ένα φωτάκι που μόλις ζάριζε και φαινόταν σαν να έβγαινε από κλειδαρότρυπα. Εκεί, μου είπε, είναι το ιερό του Τροφώνιου, και από εκεί κατεβαίνουν όσοι έρχονται από τη Βοιωτία. Πάρε λοιπόν αυτό το μονοπάτι και σε λίγο θα είσαι στην Ελλάδα. Τα λόγια του αυτά με γέμισαν χαρά, και αφού χαιρέτισα το μάγο, σερνάμενος και με πολύ κόπο, βρέθηκα, χωρίς να καταλάβω πως, στη Λιβαδειά….