Η φοβερότερη επιδημική αρρώστια που ήταν γνωστή σ’ όλο τον κόσμο, μέχρι πρόσφατα ακόμα, ήταν η πανούκλα. Όποιος αρρώσταινε απ’ αυτήν ήταν σίγουρα καταδικασμένος σ’ ένα τρομερό κι οδυνηρό θάνατο. Όχι λίγες φορές, η αρρώστια αυτή έφτανε και στην Τήνο, από ξένα καράβια που άραζαν στους όρμους μας. Απ’ αυτή την αρρώστια εξαφανίστηκαν στην Ευρώπη ολόκληρες πόλεις, μέσα στο διάστημα 1-2 μήνες. Και στην Τήνο μερικά χωριά εξαφανίστηκαν από το πρόσωπο της γης εξαιτίας της: ο Καράδος, ο Κουρπάδος, ο Λάζαρος, η Μεσσαριά ο Μαστρομαρκάδος, η Κουναριά κ.ά. Κάποια χρονιά εκδηλώθηκε αυτή τη κατάρα και στο χωριό του Κάμπου, που ήταν ένα από τα κυριότερα του νησιού. Οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες. Οι υπόλοιποι εγκατέλειπαν τους άρρωστους συγγενείς τους κι έφευγαν για ερημικές τοποθεσίες, όπου έλπιζαν να μην προσβληθούν από το μικρόβιο. Κάποιος που είχε μείνει στο χωριό, πήγε να πάρει νερό απ’ την πηγή, προς τον Ταραμπάδο. Βλέπει ξαφνικά, να έρχεται απ’ την άλλη πλευρά μια μαυροφορεμένη γυναίκα, που την πέρασε για μια καλόγρια που έμενε τότε στον Ταραμπάδο. Την χαιρετά και τη ρωτά για πού πηγαίνει. «Έρχομαι», του απαντά, «για να σώσω το χωριό σας». Κι ανοίγοντας την ποδιά της, όπως συνήθιζαν τότε οι γυναίκες να κρατούν μερικά πράγματα, του δίνει λεμόνια λέγοντάς του να πάει και να τα μοιράσει σ’ όλα τα σπίτια. «Αρκεί», του λέει, «να ρίξουν λίγες σταγόνες μέσα στο νερό που θα πιουν και θα προφυλαχτούν απ’ την πανούκλα». Έτσι κι έγινε. Ο καμπιανός διηγήθηκε αργότερα το συμβάν κι όλοι, ομόφωνα, πίστεψαν πως η Παναγία του Βρυσιού είχε και πάλι σώσει το λαό της.