Στην παλιά γειτονιά που εμένα, μερικά σπίτια πιο κάτω σε έναν δρόμο στις αρχές του πρόποδα του βουνού ήταν ένα σπιτάκι με μια οικογένεια μέσα. Το σπιτάκι ήταν μικρό και φτωχικό... Εκεί που έμενε αυτή η οικογένεια λοιπόν, μερικά μέτρα πιο κάτω από το σπίτι τους ξεκινούσε και υψωνόταν το βουνό. Ένα πρωινό και όπως κάθε μέρα, έτσι και τότε η μητέρα ξεκίνησε για την δουλειά, αφήνοντας στο σπίτι τα δυο μικρά αδερφάκια, (Ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι λίγο πιο μεγάλο σε ηλικία. Πάνω κάτω 10 χρόνων ήταν και τα δυο...δεν θυμάμαι.) και μια γιαγιά μεγάλη σε ηλικία όμως. Εκείνο το πρωινό λοιπόν τα παιδάκια αντί να βγουν να παίξουν έξω (ουσιαστικά στους πρόποδες του βουνού), προτίμησαν να μείνουν μέσα και να παίξουν στο δωμάτιο τους. Η γιαγιά τους ήταν στην κουζινίτσα και τους έφτιανε γάλα. Τότε, εκείνο το πρωινό ένας μεγάλος βράχος ξεκόλλησε από το βουνό, κύλησε μπήκε μέσα στο υπνοδωμάτιο και πλάκωσε τα δυο αδερφάκια. Όπως είναι φυσικό τα έλιωσε και βρήκανε τον θάνατο. Ακόμα και τώρα ο βράχος έχει μείνει εκεί. Κάτι προσπάθειες που έγιναν να τον μετακινήσουν απέβησαν μάταιες μιας και πάντα τα μηχανήματα ή χάλαγαν ή κάτι πάθαιναν (βούλιαζε το υπέδαφος εκεί που στέκονταν). Και οι κάτοικοι της περιοχής λένε πως αν πας το βράδυ ή το πρωί κατά τις 8 που έγινε το μοιραίο και δεν έχει θόρυβο, μπορείς ακόμα και τώρα να ακούσεις τις παιδικές τους συνομιλίες και τα γέλια από τα δυο αδελφάκια.