Ο βοσκός Θοδωρής Γερούλης βρικόταν στα Σκιέκικα μαντριά. Ένα πρωί σηκώθηκε πολύ νωρίς και πήγε να λύσει τ' άλογά του που τα είχε δέσει παραπέρα. Ξαφινκά παρουσιάστηκε μπροστά του ένα μικρόσωμο ανθρωποειδές με ολόξανθα μαλλιά και γυαλιστερά μάτια. Στο χέρι του κρατούσε και έπαιζε "ένα ματσουκάκι σαν κερί". Το περίεργο πλάσμα θεάθηκε να βγαίνει μέσα από μία ασβεστοκάμινο. Το πλάσμα προσπέρασε τον έκπληκτο βοσκό και μπήκε στο μαντρί που ήταν οι κατσίκες. Ύστεαρα από λίγο καιρό τα ζώα άρχισαν να ψοφούν το ένα μετά το άλλο και από τα εκατονπενήντα που διέθετε αρχικά το κοπάδι, έμειναν μόνο επτά.