Και πρώτα γύρα απ' τ' αντικνήμια του περνά κνημίδες ώριες,
0που με θηλύκια στους αστράγαλους σφιγγόνταν ασημένια·
δεύτερα πέρασε το θώρακα τρογύρα από το στήθος·
μετά το ασημοκαρφοπλούμιστο σπαθί περνά στους ώμους,
το χάλκινο, και το θεόρατο, βαρύ σκουτάρι αρπάζει,
που σαν του φεγγαριού αντιφέγγιζε ψηλά το λάμπισμά του.
Βαθιά απ' το πέλαο πώς το αντίφεγγα θωρούν οι ναύτες ξάφνου
από φωτιά, σε στάνη απόμερη, που ανάψαν οι τσοπάνοι,
πα στο βουνό, μα εκείνους άθελα τους σπρώχνουν όξω οι μπόρες,
στην ψαροθρόφα μέσα θάλασσα, μακριά από τους δικούς τους·
παρόμοια απ' τ' ώριο, μυριοξόμπλιαστο σκουτάρι του Αχιλλέα
ψηλά στα ουράνια η λάμψη ανέβαινε· κι ασκώνοντας το κράνος
το στέριο, στο κεφάλι ολόγυρα το φόρεσε· σαν άστρο
το φουντωμένο κράνος ξάστραφτε, και γύρα οι τρίχες σειούνταν·
χρυσές, για φούντα που 'χεν ο 'Ήφαιστος πυκνές στεριώσει απάνω.
0 Σχόλια: