Μια γυναίκα από το Φωτολίβος διηγήθηκε με μεγάλη συγκίνηση τη μεγάλη αγάπη του οσίου για όλους. Η γιαγιά της είχε και δύο αγόρια, που τα σκότωσαν οι Βούλγαροι. Από τη στενοχώρια της τα είχε σχεδόν χαμένα και μισούσε πολύ τους Βουλγάρους, που φόνευσαν τα παιδιά της. Ο ένας ήταν παντρεμένος και είχε ένα παιδάκι και ο άλλος ήταν 19 ετών. Μία συγγενής της την παρότρυνε να επισκεφθεί τον όσιο Γέροντα, για να παρηγορηθεί πλησίον του.

 

Μία ημέρα η γιαγιά πήγε για πρώτη φορά στο μοναστήρι. Πριν ακόμη φθάσει στην πύλη της μονής, ο όσιος Γεώργιος, που καθόταν έξω από το κελλάκι του κι έγνεθε με τη ρόκα, χωρίς να την έχει δει ακόμη, της φώναξε: «Μάνα Ταμάμα, άφησε έξω ό,τι έχεις στην τσέπη σου και μετά έλα μέσα. Αυτούς που μισείς τόσο πολύ, γιατί κουβαλάς το θυμίαμά τους;».

 

Η γιαγιά είχε πράγματι στην τσέπη της λίγο βουλγαρικό θυμίαμα και το άφησε έξω. Αυτά τ’ απλά, αλλά αποκαλυπτικά λόγια ήταν αρκετά για να την κερδίσει και να της αλλάξει με την αγάπη του όλο τον ψυχικό της κόσμο. Κατόρθωσε με τη θερμή προσευχή της ελεήμονης καρδιάς του να της ανακουφίσει τον πόνο και από τότε η γιαγιά έγινε η πιο συχνή του επισκέπτρια.

 

Εκεί στο σπίτι μας (τότε ήταν στην αυλή του μοναστηριού) – διηγήθηκε η Μαρία Συμεωνίδου – κάποια μέρα ήρθε ο Γέροντας και μου χτύπησε το παράθυρο. Τότε εγώ, για ένα περίπου μήνα, δεν άναβα το καντήλι μου, όμως δεν το είχα πει σε κανέναν. Εκείνος διακριτικά, αλλά και σοβαρά μου είπε: «Ως πότε το καντήλι σου θα το έχεις σβηστό; Γιατί δεν το ανάβεις;». Τότε κατάλαβα το λάθος μου και το διόρθωσα.

 

Μία άλλη μέρα, Τετάρτη πρωί, ήμουν στο τραπέζι με τα παιδιά μου. Ο άνδρας μου έλειπε. Ήρθε πάλι από το παράθυρο (το σπίτι μας ήταν χαμηλό) και με ρώτησε: «Τι κάνετε εκεί;». «Τρώμε, Γέροντα», αποκρίθηκα. «Τι τρώτε;». «Πίνουμε γάλα». «Καλά τα παιδιά, αλλά εσύ δεν δικαιολογείσαι να μη κρατάς την νηστεία», με συμβούλεψε.

 

Ήρθε μία γυναίκα, που ήθελε να πάει στο μοναστήρι, και σταμάτησε στο παράθυρό μου. «Έλα να πάμε μαζί, αν θέλεις», μου είπε. Πήγαμε. Ο Γέροντας καθόταν στο κρεβάτι του.

 

Πήγα πρώτη εγώ, τον χαιρέτησα και τραβήχτηκα στην άκρη. Ακόμη εκείνη δεν πρόλαβε να πάει κοντά και την είπε: «Τρεις λαμπάδες έταξες, πότε θα τις δώσεις;»

 

Πράγματι η γυναίκα πριν χρόνια, σε κάποιες μεγάλες δυσκολίες που πέρασε, είχε τάξει τρεις λαμπάδες, που όμως τις ξέχασε μετά από τόσα χρόνια. Τότε το θυμήθηκε, τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε.

 

Ο κουνιάδος μου μαζί με τον Θεόδωρο είχαν πάει στο Άγιον Όρος και κάθισαν τρεις μήνες. Όταν γύρισαν, ήρθαν στον Γέροντα, στο μοναστήρι του, να γίνουν καλόγεροι κοντά του.

 

Ο Γέροντας τότε είπε στον κουνιάδο μου: «Εσύ να πας σπίτι σου, γι’ αυτήν τη θέση δεν είσαι, για καλόγερος δεν κάνεις. Βλέπω στο κεφάλι σου στεφάνι, θα παντρευτείς, θα κάνεις οικογένεια», όπως κι έγινε.

 

Και ο άλλος δεν έγινε καλόγερος, αλλά επειδή ήταν ορφανός τον κράτησε κοντά του και ο ίδιος μετά τον πάντρεψε.