1910. Κάποιος Σωτήρης Γαλάνης φεύγοντας από το χωριό, πήρε το δρόμο για τα Γαλονέικα που βρισκόταν 2-3 χιλιόμετρα μακρύτερα. Λίγο προτού φτάσει στη βρύση, τριακόσια μέτρα έξω από το χωριό, είδε άσπρα σεντόνια απλωμένα κάτω από το δρόμο και ολόγυρα πανέμορφες κοπέλες ντυμένες στα λευκά να κάθονται σταυροπόδι κατάχαμα. Όταν ο Γαλάνης έφτασε στη βρύση συνειδητοποίησε πως ο δρόμος ήταν κλειστός : μπροστά του υπήρχαν απλωμένες "τάβλες γεμάτες φαγητά". Στράφηκε πίσω του και αντίκρυσε τις νεράιδες που τώρα στεκόταν ολόρθες κρατώντας τα πέπλα τους. Ο Γαλάνης συνειδητοποίησε πως τα πράγματα ήταν σκούρα. Αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα : Θα προσπαθούσε να πηδήξει πάνω από τις τάβλες χωρίς να τις αγγίξει. Όμως δεν τα κατάφερε και έριξε μια τάβλα. Τότε όλα χάθηκαν "μέσα σε βροντές αστραπές και αντάρα". Ύστερα ο τρομοκρατημένος χωρικός άκουσε μια φωνή που δεν έμοιαζε να έχει τίποτα το ανθρώπινο η οποία του είπε "ότι είναι να πάθεις θα το πάθεις". Ο Γαλάνης κατάφερε να φτάσει σε κακά χάλια σπίτι του. Ύστερα από τρεις μέρες ήταν νεκρός.