Το Αρκαλοχώρι απέχει περίπου 30 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο Κρήτης. Το όνομά του οφείλεται πιθανόν σ’ ένα ζώο, τον ασβό, που οι Κρητικοί αποκαλούσαν άρκαλο. Το ζωάκι αυτό συνήθιζε να σκάβει τη φωλιά του βαθιά στο έδαφος. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα…

Ένας άρκαλος, λοιπόν, ήταν η αιτία να γίνει κατορθωτό αυτό που δεν είχαν καταφέρει μέχρι τότε οι αρχαιολόγοι. Να ξεθάψει τους ανεκτίμητους χρυσούς πελέκεις που βρίσκονταν κρυμμένοι από τα πανάρχαια χρόνια στο Σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου.

Νοτίως του χωριού και σε απόσταση λίγων μόλις λεπτών της ώρας, δεσπόζει ο λόφος του Προφήτη Ηλία, πάνω στον οποίο είναι χτισμένο το ομώνυμο ξωκκλήσι. Στην κορυφή φαίνονταν τα ίχνη ενός σπηλαίου, του οποίου, όμως, η οροφή είχε καταπέσει πριν από πολλούς αιώνες-κανείς δεν ήξερε ακριβώς-και έτσι, πέτρες και χώματα είχαν καλύψει εξ ολοκλήρου το εσωτερικό του.

Μερικοί βράχοι είχαν κατρακυλήσει έως κάτω την πεδιάδα, ασφαλώς από την πτώση του σπηλαίου. Στην πλαγιά του λόφου υπήρξε κάποτε ένας μινωικός συνοικισμός, όπως μαρτυρούσαν οι λαξευμένοι βράχοι και οι λίθινες βάσεις κιόνων.

Το κρημνισμένο αυτό σπήλαιο έγινε γνωστό για πρώτη φορά στους αρχαιολογικούς κύκλους από την ανασκαφή, την οποία είχε διενεργήσει ο Ιωσήφ Χατζηδάκις το 1912. Ανακαλύφθηκαν τότε πολυπληθή αναθήματα χαλκού, μεταξύ των οποίων λεπίδες ξιφών ή μαχαιριών, διπλοί πελέκεις και πολλά άλλα. Επίσης, ήρθαν στο φως πήλινα αγγεία και κύπελλα.

Και τότε, όμως, η σκαπάνη των χωρικών είχε προηγηθεί από τη σκαπάνη των αρχαιολόγων. Οι χωρικοί έβρισκαν συχνά διάφορα χάλκινα αντικείμενα κοντά στο σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου. Συνδυάζοντας, μάλιστα, αυτό το γεγονός με την τοπική παράδοση που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά περί αμύθητων θησαυρών, οι οποίοι κούρνιαζαν ατάραχοι για αιώνες μέσα στα έγκατα της κρητικής γης, οι χωρικοί μετέβησαν μια νύχτα και ενήργησαν εκεί πρόχειρη ανασκαφή.

Οι κόποι τους δεν πήγαν όλως διόλου χαμένοι, γιατί εντόπισαν εκατοντάδες οκάδες χάλκινα αναθήματα, τα οποία και πούλησαν με την οκά. Μόλις μαθεύτηκαν τα νέα, ο Ιωσήφ Χατζηδάκις ξεκίνησε τη δική του επίσημη ανασκαφή.

Κατόπιν, όπως ανήγγειλε το Αρχαιολογικό Τμήμα του Υπουργείου Παιδείας, τον Σεπτέμβριο του 1934, ανακαλύφθηκαν εκ νέου αρκετοί χρυσοί αναθηματικοί διπλοί πελέκεις ανυπολόγιστης αξίας, οι περισσότεροι από τους οποίους διηρπάγησαν από τους χωρικούς.

Τότε, δημοδιδάσκαλος του Αρκαλοχωρίου ήταν ο Κουνενάκης, ο οποίος, όταν πληροφορήθηκε ότι πολλά δημοτικά σχολεία είχαν τα δικά τους μουσεία, εκθέτοντας διάφορα πολύτιμα μικροαντικείμενα, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να αποκτήσει έναν τέτοιον χώρο.

Μόλις έλαβε την απόφαση αυτή, θυμήθηκε τον κοντινό λόφο του Προφήτη Ηλία, στο σπήλαιο του οποίου είχαν γίνει προγενέστερες ανασκαφές και όπου οι χωρικοί και τα παιδιά του σχολείου εξακολουθούσαν να ανακαλύπτουν ποικίλα αρχαία αντικείμενα.

Κάλεσε, λοιπόν, τους μαθητές του κι αφού τους εξήγησε τη σημασία των μουσείων και των βαρύτιμων ευρημάτων τους, τους προέτρεψε να του φέρνουν για το μουσείο του σχολείου του οτιδήποτε έβρισκαν. Τους υποσχέθηκε, μάλιστα, ότι τα ονόματά τους θα σημειώνονταν σε ιδιαίτερο κατάλογο και θα έχαιραν καλύτερου βαθμού.

Τα παιδιά, πράγματι, πήγαιναν συχνά στο σπήλαιο, ερευνούσαν και ό,τι συναντούσαν στο διάβα τους, το έφερναν στον δάσκαλό τους, ο οποίος άρχισε έτσι να καταρτίζει τη συλλογή του σχολείου του.

Ένα πρωινό, δυο παιδιά είχαν μεταβεί ξανά στο σπήλαιο. Πλησίασαν σε μια αρκαλότρυπα και είδαν κατάπληκτα πως ο άρκαλος είχε σωριάσει στα χώματα της φωλιάς του ένα χρυσό απαστράπτον αντικείμενο. Ήταν ένας αρχαίος χρυσός πέλεκυς. Το ένα παιδί πρότεινε να το πάνε αμέσως στον δάσκαλο. Το άλλο, όμως, εξέφρασε την άποψη πως το εύρημα αυτό θα είχε οπωσδήποτε μεγάλη αξία και θα ήταν προτιμότερο να το πουλήσουν.

Η πρόταση αυτή τελικά επικράτησε. Οι δυο μικροί φίλοι επέστρεψαν αμέσως στο χωριό, απευθύνθηκαν σ’ έναν μπακάλη και του πρότειναν να αγοράσει τον χρυσό πέλεκυ για μόλις ένα τάλιρο!

Ο μπακάλης, φυσικά, δέχτηκε ενθουσιασμένος. Για κακή του, όμως, τύχη, δεν ήταν μόνος στο μαγαζί. Ήταν κι άλλοι χωρικοί και σε λίγο, ο δάσκαλος και ο Αστυνόμος είχαν μάθει τα νέα και κατάσχεσαν τον πέλεκυ.

Δεν είχαν περάσει ούτε λίγες ώρες, όταν πια οι κάτοικοι του Αρκαλοχωρίου και όλων των γύρω χωριών είχαν πληροφορηθεί τα μαντάτα. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, οι χωρικοί άρχισαν να καταστρώνουν τα σχέδιά τους για μια δεύτερη πρόχειρη ανασκαφή στο σπήλαιο.

Η απόπειρά τους αυτή ήταν παραπάνω από επιτυχής. Οδήγησε σε καινούρια σύληση του σπηλαίου και στη διαρπαγή τουλάχιστον εκατό ανεκτίμητων χρυσών πελέκεων, καθώς κι ενός ολόχρυσου αγάλματος αμύθητης αξίας!

Ο Αστυνόμος του Αρκαλοχωρίου, ο Ανθυπασπιστής Μηλάκης, ειδοποίησε το Μουσείο Ηρακλείου και έλαβε την εντολή να σφραγίσει την είσοδο του σπηλαίου, για να μην μπορούν οι χωρικοί να ξαναεισβάλουν και να το συλήσουν περαιτέρω. Αυτό κι έγινε.

Ένας αυτοσχέδιος τοίχος χτίστηκε, κλείνοντας την είσοδό του. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε καθόλου τους χωρικούς να πραγματοποιήσουν εκ νέου μια σφοδρή επιδρομή με λυχνίες και άλλα μέσα φωτισμού, κατακρημνίζοντας τον πρόχειρο τοίχο, που είχε υψώσει ο Αστυνόμος.

Ο δρόμος για να φτάσουν οι χωρικοί στην κρύπτη των χρυσών πελέκεων ήταν ήδη γνωστός. Τον είχε δείξει ο αθώος άρκαλος. Έτσι, δε δυσκολεύτηκαν καθόλου. Έσκαψαν βαθιά στην αρκαλότρυπα και σε λίγο, τα μάτια τους θαμπώθηκαν από έναν ολόκληρο σωρό χρυσά τιμαλφή. Είχαν ανακαλύψει έναν ασύλητο αποθέτη του σπηλαίου. Ένα μικρό βουνό από τουλάχιστον εκατό ολόχρυσους πελέκεις και άλλα ανεκτίμητα πολεμικά αναθήματα.

Στο σημείο εκείνο, οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν εναποθέσει ευλαβικά τα αφιερώματά τους, καθώς το σπήλαιο αυτό υπήρξε τόπος λατρείας πιθανώς κάποιας πολεμικής θεότητας, από το 2.500 π.Χ., αφού τα ευρήματα που βρέθηκαν ήταν κυρίως αφιερώματα όπλων.

Οι χωρικοί, λοιπόν, άρπαξαν ό,τι βρήκαν στο πέρασμά τους και λάκισαν, κραδαίνοντας βαρείς χρυσούς πελέκεις. Επισκέφτηκαν το ρημαγμένο σπήλαιο κι άλλες βραδιές και απεκόμισαν ό,τι είχε απομείνει από τις προηγούμενες επιδρομές. Αυτά που για αιώνες είχαν προστατευθεί από έναν σεισμό κατά την αρχαιότητα, ο οποίος σφράγισε την είσοδο της σπηλιάς και προστάτεψε τα αφιερώματα των πιστών, λεηλατήθηκαν μέσα σε μερικά βράδια.

Μόλις ολοκληρώθηκαν οι δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες, το επίσημο Κράτος ήταν καθυστερημένα έτοιμο κι αυτό να ανασκάψει το σπήλαιο. Δε βρήκε, όμως, τίποτε αξιόλογο, εκτός από αρκετές οκάδες χάλκινα αναθήματα, από εκείνα που είχαν έρθει στο φως και κατά την πρώτη ανασκαφή του Χατζηδάκι.

Ευτυχώς, πολλά ονόματα χωρικών, οι οποίοι είχαν αποκτήσει χρυσούς πελέκεις, έγιναν ευθύς γνωστά. Υπήρξε ευμενής σύμπτωση το ότι η διαρπαγή του σπηλαίου δεν είχε γίνει μόνο από δυο-τρεις χωρικούς, αλλά από μικρές ομάδες των δέκα, των είκοσι και των τριάντα ατόμων. Η συνεννόηση μεταξύ τους ήταν αδύνατη. Πολλοί, άλλωστε, δεν είχαν ανακαλύψει πολύτιμα αφιερώματα και δεν είχαν κανέναν λόγο να προστατέψουν τους υπόλοιπους, οι οποίοι είχαν φανεί πιο τυχεροί στην ανασκαφή.

Έτσι, επιστρατεύθηκαν απειλές και υποσχέσεις περί μεγάλων αμοιβών. Τέλος, κατορθώθηκε να κατασχεθούν από τους χωρικούς μετά βίας 20 χρυσοί διπλοί πελέκεις και 5 αργυροί.

Από αρχαιολογικής άποψης, τα ευρήματα ενέχουν και τη σημασία ότι για παρθενική φορά εντοπίστηκαν χρυσοί πελέκεις, οι οποίοι θα κοσμούσαν και τις προθήκες του Μουσείου Ηρακλείου. Πόσοι από αυτούς κατέληξαν στα χέρια των χωρικών, δεν μπορούσε να εξακριβωθεί.

Επομένως, οι έρευνες επικεντρώθηκαν στον εντοπισμό του χρυσού αγαλματιδίου, που προφανώς θα αποτελούσε το ομοίωμα του θεού, ο οποίος θα λατρευόταν στο σπήλαιο εκείνο και κανείς δε φανταζόταν την αξία του. Ένας χωρικός, ο οποίος είχε φυλακιστεί, δεν έβγαζε μιλιά. Δυστυχώς, χάθηκαν όλες οι ενδείξεις και κανείς δεν ξέρει σε ποιον θεό ήταν αφιερωμένος ο ανήλιαγος αυτός ιερός χώρος των αρχαίων.

Μεταγενέστερα, το Σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου δεν παρουσίαζε τίποτε το εξαιρετικό. Λεηλατημένο, απογυμνωμένο, συλημένο βάρβαρα. Η οροφή του, που είχε καταπέσει από σεισμό κατά τους αρχαίους χρόνους, ήταν αυτή που διαφύλαξε τους θησαυρούς του και τους διατήρησε μυστικούς για αιώνες. Ως προς τη σπουδαιότητα την οποία είχε το σπήλαιο αυτό στην αρχαιότητα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Η ανεύρεση τόσων ερίτιμων αφιερωμάτων αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της σημασίας του.

Δυστυχώς, η συνέχιση των ανασκαφών, προκειμένου να εντοπιστούν τυχόν εναπομείναντα αρχαιολογικά ευρήματα, παρουσίαζε σοβαρές δυσχέρειες. Η οροφή του σπηλαίου, που είχε κατατμηθεί σε πολλούς μεγάλους βράχους, έτοιμοι να σωριαστούν ανά πάσα στιγμή, εμπόδιζε τα σχέδια των αρχαιολόγων. Επιπλέον, το Υπουργείο Παιδείας δε διέθετε κονδύλια για περαιτέρω εξερεύνηση του εσωτερικού του. Έτσι, τα πράγματα παρέμειναν ως είχαν.

Πάντως, ο διακεκριμένος αρχαιολόγος και Έφορος Αρχαιοτήτων Σπυρίδων Μαρινάτος, μετά την ανεύρεση των μοναδικών ευρημάτων του Σπηλαίου του Αρκαλοχωρίου, εξέφρασε την πεποίθηση τόσο στα ξένα επιστημονικά περιοδικά, όσο και στην έκθεσή του στο Υπουργείο, ότι ο εν λόγω χώρος ήταν το Δικταίον Άντρον, εκεί που η Ρέα κατέφυγε μυστικά από τον Κρόνο για να γεννήσει τον Δία, τον μελλοντικό πατέρα των θεών.

Ο Σπυρίδων Μαρινάτος στήριζε την απόψή του αυτή στο γεγονός ότι τα αναθήματα που ανακαλύφθηκαν ήταν σπανιότατα και εξαιρετικά μεγάλης αξίας. Οι συγκεχυμένες, άλλωστε, παραδόσεις περί Δικταίου Άντρου καταμαρτυρούσαν ότι ούτε οι αρχαίοι συγγραφείς γνώριζαν την ακριβή του θέση. Ο αρχαιολόγος υποστήριζε ότι τα τοιχώματα του σπηλαίου κατέπεσαν γύρω στα 1400 π.Χ. κι έτσι, ήταν πολύ φυσικό, μετά την πτώση της οροφής και του αποκλεισμού της εισόδου του, να λησμονήθηκε σιγά-σιγά, οπότε και μετατοπίστηκε η λατρεία του Δία στο Ιδαίον Άντρον.

Σε αυτό συνηγορούσε και η μαρτυρία του Ησιόδου ότι το σπήλαιο έκειτο πλησίον της πόλης Λύκτου, η οποία βρισκόταν μόλις μιάμιση ώρα μακριά από το Σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου.

Φυσικά, οι ισχυρισμοί του Μαρινάτου ότι η μικρή σπηλιά στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου, κάτω από το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, ήταν ο τόπος που γεννήθηκε ο Δίας, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στον κόσμο των αρχαιολόγων. Πολλοί συστρατεύθηκαν με τις απόψεις του, ενώ ακόμη περισσότεροι εναντιώθηκαν στα λεγόμενά του.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 13/09/1934…