Το άρθρο που ακολουθεί, αναφέρει την ιστορία, που σκύβει τρυφερά πάνω απ’ το γραφικό Μπούρτζι του Ναυπλίου.
Το Ναύπλιο, με την παλιά του ιστορία, τα κάστρα του, τα αρχοντικά του, δε θα μπορούσε παρά να είναι μια πόλη, που ζει με τις παραδόσεις και τους θρύλους της. Το σκληροτράχηλο και εφιαλτικό Παλαμήδι, η ρημαδιασμένη Ακροναυπλία με τη δαντέλα των επάλξεών της και το γραφικό Μπούρτζι, που μοιάζει με μια διαμαντόπετρα δεμένη στο δαχτυλίδι του Αργολικού Κόλπου, έχουν το καθένα τη δική του βαρυσήμαντη ιστορία, που απλώνει τους ιστούς της πάνω από κάθε γωνιά του Ναυπλίου και των περιχώρων του.
Ας αρχίσουμε το νοερό ταξίδι μας πίσω στον χρόνο από το Μπούρτζι. Σε απόσταση ενός μιλίου απ’ τη στεριά του Ναυπλίου, κατακάθεται πάνω στα νερά ένα νησάκι τόσο μεγάλο, όσο χρειαζόταν για να χτίσουν στη ράχη του οι Βενετσιάνοι ένα κάστρο, τον καιρό που κατείχαν την περιοχή.
Το Κάστρο του Μπούρτζι, 1932
Το Κάστρο του Μπούρτζι, 1932
Μα, το 1931, ένας Έλληνας, που έζησε πολλά χρόνια στη Γερμανία, ο Παναγιώτης Κωστούρος, νοίκιασε από το Δημόσιο το Κάστρο του Μπούρτζι και το μετέβαλε σε μπαρ και ξενοδοχείο. Ισοπέδωσε την ξέρα, κατασκεύασε μια πίστα χορού, επισκεύασε τα τείχη που κατέρρεαν και μέσα στη μαυρίλα του παλιού κάστρου, έδωσε μια νότα σύγχρονου πολιτισμού.
Οι Τούρκοι στην αρχή και οι πολεμιστές του 1821 κατόπιν, όταν κατέλαβαν το Μπούρτζι, όχι μόνο σφράγισαν τα κενά που υπήρχαν ανάμεσα στις επάλξεις και τους προμαχώνες, για να χρησιμεύουν ως πολεμίστρες, αλλά και ύψωσαν έναν τοίχο ύψους δύο και πλέον μέτρων επάνω από τις επάλξεις, ούτως ώστε να κλείνεται ολόγυρα και να είναι απροσπέλαστο από παντού το κάστρο.
Σ’ έναν από τους πύργους του σώζονται τα δυο κελιά, που τα χρησιμοποιούσαν για κατοικία τους οι δήμιοι μετά το 1865, μετά την έλευση του Βασιλέως Γεωργίου του Α’. Ήταν τόση η λύσσα των κατοίκων του Ναυπλίου εναντίον των δημίων της γκιλοτίνας, που έπρεπε να μένουν κάπου ασφαλείς, μακριά από την πόλη. Γι’ αυτό και τους μετέφεραν στο Μπούρτζι.
Aπό εκεί, λοιπόν, όσες φορές επρόκειτο να εκτελεστεί κάποιος κατάδικος, η λαιμητόμος μεταφερόταν από το Μπούρτζι στο Παλαμήδι κι έπειτα, σε μια γυμνή και χέρσα έκταση κοντά στο κάστρο, όπου και πραγματοποιούνταν συνήθως οι εκτελέσεις. Όσο για τους μισητούς δημίους, που κατοικούσαν μες στο Μπούρτζι, την τελευταία μόνο στιγμή τους έπαιρνε μια βάρκα, συνοδεία στρατιωτών και τους μετέφερε στο Ναύπλιο. Από κει, η φρουρά των στρατιωτών τους οδηγούσε στο Παλαμήδι, για να εκτελέσουν το φρικαλέο τους καθήκον.
Οι δυο τελευταίοι δήμιοι ήταν ο μπάρμπα-Γιάννης και ο μπάρμπα-Θόδωρος. Του ενός το κελί ήταν στο κάτω μέρος του πύργου και του άλλου, στο επάνω. Το πρώτο αυτό κελί παρέμενε ακέραιο, μ’ ένα κανάτι στη γωνιά και τον καπνισμένο τοίχο απ’ το τζάκι. Του επάνω κελιού, όμως, είχε καταπέσει η οροφή κι ένα μπάλωμα γαλάζιου ουρανού ξεγελούσε τον επισκέπτη, που σήκωνε το κεφάλι.
Κάτω από τα τείχη ανέβαιναν καμαρωτοί οι κουφαλιασμένοι βράχοι, όπου άραζαν καμιά φορά οι βάρκες των ψαράδων. Οι γέροι Αναπλιώτες ψαράδες κάθονταν και ιστορούσαν στους νεότερους ό,τι ήξεραν για τα στοιχειά του Μπούρτζι και για τα φαντάσματά του. Από αυτούς τους γέρους ψαράδες άκουσε και ο δημοσιογράφος Χρήστος Αγγελομάτης τα όσα κατέγραψε στα άρθρα του για το Ναύπλιο.
Η παλιά είσοδος του Μπούρτζι, λοιπόν, δεν υπάρχει σήμερα. Μένουν μόνο τα τόξα της πύλης. Όλο το υπόλοιπο κτίσμα κατέρρευσε και οι πέτρες, που άλλοτε χρησίμευαν για την οικοδόμησή του, έχουν σωριαστεί πια στο ακρογιάλι. Μα, ακόμη κι έτσι, τα τόξα της πύλης διατηρούν μιαν ευγένεια, που δε τη συνηθίζουν τα βαριά αυτά βενετσιάνικα κάστρα. Ίσως, επειδή, για να οικοδομηθούν, χρειάστηκε πολύ ελληνικό αίμα, αίμα αντρών και γυναικών και μιας κοπέλας, της Ρηνιώς, που ήταν όμορφη πολύ, ωσάν εκείνες, που άρπαξαν τα παραμύθια και τις έκαμαν βασιλοπούλες με το έτσι θέλω τους.
Οι Βενετσιάνοι, στα μέρη του Ναυπλίου, ήταν κακοί και σκληροί με τον κοσμάκη. Απ’ όλα τα μέρη, που είχαν στην κατοχή τους, πήραν με τη βία Έλληνες και τους οδήγησαν στο Μπούρτζι να σκάβουν και να χτίζουν ολημερίς, μέχρις ότου να ολοκληρώσουν συθέμελα το νησιωτικό αυτό κάστρο.
Όταν περατώθηκε η οικοδόμηση του κυρίως κτιρίου, ξεκίνησε το κτίσιμο της εισόδου, που θα την κοσμούσε το κλασικό ενετικό λιοντάρι. Μα, τότε, κάτι φοβερό άρχισε να συμβαίνει. Ό,τι έχτιζαν ολημερίς οι Έλληνες σκλάβοι, αποβραδίς σωριαζόταν σε ερείπια, κατακρημνιζόταν τις νύχτες μ’ έναν πάταγο εκκωφαντικό. Τόσος κόπος, τόσος ιδρώτας, τόσο σκληρός κάματος πήγαινε χαμένος. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν. Κανείς δε γνώριζε το πώς και γιατί, έως ότου όλοι άρχισαν να πιστεύουν πως το Μπούρτζι ήταν στοιχειωμένο.
Τούτο που ακολουθεί είναι το δεύτερο μέρος της ιστορίας, που αναφέρεται στο πολυθρύλητο Μπούρτζι, το νησιωτικό κάστρο του Ναυπλίου:
Η θάλασσα, που έσπαγε στα βράχια του Μπούρτζι, αφροκοπούσε στην αμμουδιά και θώπευε τις βάσεις της εισόδου του κάστρου. Τα κύματα, λοιπόν, είχαν σκάψει το χώμα στο σημείο εκείνο κι έτσι, μπροστά στην είσοδό του είχε σχηματιστεί ένα βαθύτατο κοίλωμα, που πλημμύριζε κάθε φορά, που τα νερά αντάριαζαν και φούσκωναν κατά την προσταγή των ανέμων.
Στο κοίλωμα τούτο φάνηκαν για πρώτη φορά τα στοιχειά του νησιωτικού κάστρου του Ναυπλίου, που έμεναν χρόνια και χρόνια στα ανήλιαγα κι υγρά υπόγειά του.
Μια νύχτα, οι δύο δήμιοι, που κατοικούσαν εξόριστοι στον έναν πύργο του κάστρου, εξορισμένοι και ανεπιθύμητοι από την υπόλοιπη κοινωνία, δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι. Τρεις μέρες πριν, είχαν θανατώσει με τη λαιμητόμο τους δυο καταδίκους του Παλαμηδιού κι όσο κι αν ήταν συνηθισμένοι στο φριχτό αυτό επάγγελμά τους, παρέμεναν πάντα άνθρωποι. Το αίμα, που ανάβλυζε ποτάμι από τα αποκεφαλισμένα τους σώματα και οι σφαδασμοί των ακέφαλων κορμιών τους, ήταν ολοζώντανες εικόνες μπρος στα μάτια τους.
Κι ενώ κάθε άλλη φορά έμεναν καθένας στο κελί του, τη νύχτα εκείνη ο μπάρμπα-Γιάννης, που διέμενε στο ισόγειο κελί του κάστρου, ανέβηκε στο επάνω, για να συναντήσει τον άλλο δήμιο, τον μπάρμπα-Θόδωρο. Καθισμένοι και οι δυο τους στη γωνιά, κοιτούσαν βουβοί τη φωτιά στο τζάκι. Κάπου-κάπου συνδαύλιζαν τα ξύλα, για να αναθαρρέψει η φωτιά, ενώ οι ψυχές τους σήκωναν το ασήκωτο βάρος της ζωής των δύο ανθρώπων, που ήταν η δουλειά τους να τους καρατομήσουν.
-Αλήθεια, είναι φοβερό! μουρμούρισε ο μπάρμπα-Γιάννης, σκαλίζοντας αμήχανα με την τσιμπίδα τη φωτιά.
-Μα το Θεό, είναι φριχτό. Να σκοτώνεις όχι γιατί το θες ο ίδιος, αλλά γιατί σου το επιβάλλουν, για να κερδίσεις το ψωμί σου, συμφώνησε ο μπάρμπα-Θόδωρος, με το βλέμμα χαμηλωμένο, ντροπιασμένο.
-Τι έχεις στ’ αλήθεια και είναι έτσι αγριεμένο το πρόσωπό σου; ρώτησε ο Γιάννης.
-Έχω ό,τι κι εσύ. Υποφέρω. Ψωμί τρώμε ή σάρκες ανθρώπων; αποκρίθηκε με πικρία και παράπονο μαζί ο Θόδωρος και κίνησε κατά το μικρό παράθυρο, για να κοιτάξει έξω, να τον φυσήξει ο άνεμος, να πάρει τις κακές τις σκέψεις.
-Κλείσε το παράθυρο, κρυώνω, είπε ο Γιάννης κι ανατρίχιασε.
Μα, ο Θόδωρος δεν άκουσε. Έσκυψε απ’ το παράθυρο κι είδε την πολεμίστρα κι είδε το πέλαγος ν’ ασπρίζει, ενώ ο παγωμένος βοριάς ξεσπάθωνε τη λύσσα του και μέσα στο μικρό κελί.
-Το κλείνω, ψέλλισε απρόθυμα ο έρμος Θόδωρος, σαν να τον ξύπνησαν απότομα. Μα, πάνω στην ώρα, μια τρομακτική κραυγή, ένα απαίσιο μούγκρισμα, ένα δαιμονικό ουρλιαχτό ξέσπασε μέσα στο κάστρο, μέσα στο κελί του. Κι έπειτα, επακολούθησε σιγή, μια απόλυτη και νεκρική σιγή των πάντων.
Οι δύο δήμιοι βαστούσαν και την ανασαιμιά τους ακόμα. Το μόνο που ακουγόταν πλέον ήταν το τριζοβόλημα των ξύλων, κάθε φορά που λαμπάδιαζε η φλόγα.
-Τι ήταν αυτό; ρώτησε ο Θόδωρος τρομοκρατημένος.
-Θα ήταν μάλλον τα στοιχειά, αποκρίθηκε ο Γιάννης με το μυαλό φευγάτο, ταξιδεμένο στα όσα ενθυμόταν από τα χρόνια τα παλιά και από τις εξιστορήσεις των γερόντων.
Κι έξαφνα, όπως κοίταζε τον τοίχο, είδε δυο πελώρια αστραποβόλα μάτια, κολλημένα στο τζάμι του παραθυριού, όταν το ίδιο ουρλιαχτό ορθώθηκε απειλητικό κι αγριεμένο.
Μα, τη φορά αυτή ήταν ξεκάθαρο. Δεν ήταν τούτο ρεκασμός και στρίγκλισμα ανθρώπου, αλλά ένα φοβερό και απόκοσμο αλύχτισμα κάποιου σκύλου…
Ακολουθεί το τρίτο μέρος του άρθρου, που περιγράφει τη συγκλονιστική ιστορία του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Ο μπάρμπα-Γιάννης, λοιπόν, έτρεμε πάντα απ’ το κρύο και μαζωμένος στη γωνιά, πότε έριχνε το βλέμμα του στη φωτιά και πότε φοβισμένα το περιέφερε στο πέτρινο κελί του κάστρου.
Κι αίφνης, όπως κοίταζε στον τοίχο, είδε δυο πελώρια μάτια, κολλημένα στο τζάμι του παραθυριού. Ρίγησε ολόκληρος και θέλησε κάτι να πει στον Θόδωρο, όταν το ίδιο ουρλιαχτό, που ακούστηκε και πριν, αντιλάλησε και πάλι μέσα στο κελί. Μόνο, που τη φορά εκείνη, ήταν καταφανές πως επρόκειτο για αλύχτισμα κάποιου φοβερού σκύλου.
Και τα μυστηριώδη μάτια, που ήταν κολλημένα στο τζάμι, άστραφταν μ’ έναν περίεργο τρόπο, τόσο ζωηρά, που του ήταν αδύνατο να σταματήσει να τα κοιτά σαν υπνωτισμένος. Θα ‘λεγε κανείς πως φωσφόριζαν και πως εξακόντιζαν αλλοπαρμένες λάμψεις. Και το σατανικό ούρλιασμα δεν έπαυε κι αυτό. Όλο το δωμάτιο σειόταν και αντιλαλούσε.
Ο Θόδωρος δεν είχε αντιληφθεί ακόμα τι συνέβαινε, γιατί, σκυμμένος στη φωτιά, δεν είχε δει τα απόκοσμα μάτια, που φεγγοβολούσαν στο παράθυρο του κελιού του. Άκουγε μόνο τη φωνή που ρέκαζε και στρίγκλιζε κι έτρεμε ο δόλιος σύγκορμος. Μα, μόλις σήκωσε το βλέμμα και τ’ αντίκρισε, σαν να έπαψε η καρδιά του να χτυπά και η μιλιά του κόπηκε.
Ξαφνικά, ο μπάρμπα-Γιάννης ένιωσε τη δύναμη, που είχε απολέσει έως εκείνη τη στιγμή. Ορθώθηκε επάνω και με δυο-τρεις δρασκελιές βρέθηκε δίπλα στο παραθύρι. Τα μάτια εκείνα συνέχιζαν να λαμπυρίζουν και να τον καρφώνουν με τη φωταύγειά τους. Δίχως να το σκεφτεί καθόλου, άνοιξε το τζάμι με ορμή και το μυστηριώδες θέαμα πάει, χάθηκε, εξαφανίστηκε με μιας. Το μόνο που έβλεπε ήταν τα αφρισμένα κύματα και το μόνο που άκουγε ήταν ο τρελός γόος του βοριά.
-Τι ώρα πήγε; ρώτησε ο Θόδωρος τρεμάμενος.
-Τέσσερις και μισή, απάντησε ξέπνοα ο Γιάννης.
-Ξημέρωμα, λοιπόν. Αυτήν την ώρα είτε φεύγουν τα στοιχειά, είτε ξανάρχονται για μια στερνή φορά, πριν ξεπροβάλλει ο ήλιος, είπε ο Θόδωρος.
Δεν πρόλαβε καλά-καλά να ολοκληρώσει τη φράση του κι ολόκληρο το Μπούρτζι ταρακουνήθηκε από ένα καινούριο ξεφωνητό, μια άγρια κραυγή και ταυτοχρόνως, η πόρτα του κελιού τους άνοιξε με πάταγο και μπήκε μέσα ένα κατάμαυρο σκυλί, μεγάλο σαν θηρίο. Τα μάτια του στραφτάλιζαν σαν τα πυρωμένα καζάνια της Κόλασης. Προχώρησε αργά προς το μέρος τους και τα βήματά του ακούγονταν βαριά στις πλάκες του δωματίου. Στάθηκε εμπρός τους και κάρφωσε πάνω τους το διαπεραστικό του βλέμμα. Οι δυο δήμιοι έτρεμαν, τα δόντια τους κροτάλιζαν και δεν μπορούσαν να στρέψουν τα μάτια τους αλλού.
Τέλος, ο κατάμαυρος εκείνος σκύλος τους κοίταξε με νόημα, σαν να τους γύρευε να τον ακολουθήσουν. Έστρεψε το πελώριο κορμί του και κατευθύνθηκε στην πόρτα. Τη δρασκέλισε κι άρχισε να κατεβαίνει με βαριά πάντα πατήματα τη σκάλα.
Οι δήμιοι, υπακούοντας στη θέλησή του, σηκώθηκαν κι αυτοί κι άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια με τρεμάμενα πόδια, κρατώντας την ανάσα τους. Στο τελευταίο το σκαλί, το κατάμαυρο σκυλί κοντοστάθηκε, γύρισε και τους κοίταξε, σαν να επαναλάμβανε τη διαταγή του: “Ακολουθήστε με!”
Έξω, το αχνόφωτο της χαραυγής ήταν πιο ζωηρό. Ο ουρανός ήταν νεφοσκεπής και το βογκητό του ανέμου είχε πια κορυφωθεί. Το σκυλί κατέβηκε απ’ τον πύργο των κελιών και έφτασε στο μονοπάτι, που οδηγούσε στη ρημαγμένη είσοδο του κάστρου και αργά, πολύ αργά, προχώρησε σ’ αυτήν. Όταν πια προσέγγισε στις δυο κολόνες, που είχαν απομείνει από την κυρίως πύλη του Μπούρτζι, ανασήκωσε το κεφάλι του, έστρεψε τα μάτια του, που έβγαζαν φωτιές, στους δύο πανικόβλητους δήμιους κι εξαπέλυσε ένα ούρλιασμα, που τους πάγωσε το αίμα. Έπειτα, χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί, χάθηκε κατά τη θάλασσα.
Εκείνη τη στιγμή, πάνω απ’ το κάστρο του Μπούρτζι, τα σύννεφα πύκνωσαν αστραπιαία και κάτι χοντρές στάλες βροχής παραδόθηκαν από τον ουρανό στη γη και πάνω στις μουδιασμένες παρειές των δύο δημίων, που έψαχναν κάπου να ακουμπήσουν, για να μη σωριαστούν από τον αρίφνητο τρόμο που δοκίμασαν οι ψυχές τους.
Τότε, ένα πλήθος απροσδιόριστων σκιών καταπλημμύρισε το βαθύ κοίλωμα μπροστά στην είσοδο της ξεχαρβαλωμένης πύλης. Ο Γιάννης και ο Θόδωρος δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τα πρόσωπα των σκιών, επειδή καλύπτονταν από μακριά μαύρα πέπλα. Ξεχώρισαν, όμως, τα κορμιά τους, που ήταν κορμιά παλικαριών και λυγερόκορμων νεαρών γυναικών.
Κι έξαφνα, όλες οι σκιές μαζί γονάτισαν και επάνω από το κοίλωμα υψώθηκε ένα φοβερό κλάμα, κάτι σαν κοπετός. Ο οδυρμός αυτός κράτησε για πολλή ώρα, ώσπου οι φιγούρες χωρίστηκαν σε δυο σειρές και παραμέρισαν, για να περάσει ορθόστητη μια όμορφη κοπέλα, ντυμένη κατάλευκα, με μια γλυκύτητα μοναδική στο πράο πρόσωπό της.
Ποια ήταν άραγε τούτη η θηλυκιά απόκοσμη οντότητα, που κατέφτασε απ’ το άγνωστο;
Τούτο που ακολουθεί είναι το τέταρτο κατά σειρά, που αφηγείται τους θρύλους του Κάστρου Μπούρτζι, στο Ναύπλιο:
Στην εμφάνιση, λοιπόν, της λευκοφορεμένης σκιάς, που αναδύθηκε μυστηριωδώς απ’ το άγνωστο, οι υπόλοιπες σκιές σταμάτησαν τον ολοφυρμό και το οξύ το κλάμα, τάχθηκαν σε δυο γραμμές και παραμέρισαν, για να περάσει η όμορφη κοπέλα με τα ολόλευκα φορέματα.
Κι εκείνη, πέρασε παραστατική, επιβλητική και υπερήφανη ανάμεσά τους κι έφτασε στην αρχή του κοιλώματος, στην είσοδο του βενετσιάνικου θαλασσόφραχτου κάστρου. Στάθηκε αντίκρυ στην ερειπωμένη πύλη και έμεινε ακίνητη για λίγο. Κατόπιν, με αργές κινήσεις ανέσυρε το πέπλο, που κοσμούσε το κεφάλι της και αποκάλυψε το πρόσωπό της, που φώτιζε σαν άστρο.
Την ώρα, που εκτυλισσόταν η σκηνή αυτή, οι δύο δήμιοι, που ήταν οι μοναδικοί κάτοικοι του κάστρου, μαζεύτηκαν σε μια γωνιά, μην μπορώντας να πάρουν τα μάτια τους από το αφύσικο τούτο θέαμα.
Κι έξαφνα, οι υπόλοιπες σκιές, που ήρθαν απ’ τα πέρατα της αβύσσου, τράβηξαν κι αυτές τα πέπλα τους κι ύψωσαν τα χέρια. Ήταν όλες τους φαντάσματα παλικαριών και όμορφων νεαρών γυναικών, με ευγενικά και εκλεπτυσμένα χαρακτηριστικά. Ξέσπασαν εν χορώ σ’ ένα μελίρρυτο μουρμουρητό, που έγινε κατόπιν μια πλέρια θρηνητική υμνωδία και στο τέλος, ένας αβάσταχτος ανταριασμένος κοπετός.
Ο θρήνος τούτος κράτησε για ώρα πολλή. Έπειτα, οι σκιές είπαν κάτι λόγια ακαταλαβίστικα, σε μια γλώσσα που οι δυο τους δεν την κατείχαν, δεν την αναγνώριζαν. Οι δήμιοι ήταν καθηλωμένοι στη γωνιά, σαγηνεμένοι. Και οι σκιές, αφού θρήνησαν και έκλαψαν γοερά και με οδύνη, μια αλλόκοτη μυρωδιά λιβανιού εκλύθηκε στην ατμόσφαιρα και τα πνεύματα, μαζί και η θλιμμένη μουσική τους, αιωρήθηκαν ψηλά και χάθηκαν στον αέρα.
Το Παλαμήδι, σε φωτογραφία του 1934, τραβηγμένη από το Κάστρο του Μπούρτζι (δεξιά)
Το Παλαμήδι, σε φωτογραφία του 1934, τραβηγμένη από το Κάστρο του Μπούρτζι (δεξιά)
Οι δυο δήμιοι εξακολουθούσαν να μένουν ακίνητοι, υπό την επήρεια της σαγήνης, που σκόρπισε το απόκοσμο τούτο θέαμα. Μα, αίφνης, ο κατάμαυρος σκύλος ξαναφάνηκε πιο άγριος, πιο φοβερός, με μάτια που εκσφενδόνιζαν απειλητικές ριπές φωτιάς. Τους κοίταξε καλά-καλά, ούρλιαξε με μανία και χάθηκε κι αυτός.
Ο μπάρμπα-Γιάννης και ο μπάρμπα-Θόδωρος λούφαξαν και πάλι απ’ τον τρόμο. Τα πόδια τους, που ως την ώρα εκείνη με δυσκολία τα έσυραν στο χώμα, έκαναν φτερά και σε δυο λεπτά μονάχα βρέθηκαν στα κελιά τους. Σωριάστηκαν στα στρώματά τους, έκρυψαν το πρόσωπό τους στα σκεπάσματα, μαρμαρωμένοι, κατάπληκτοι, σοκαρισμένοι. Ξάφνου, αντήχησε μια άγνωστη φωνή:
“Στα υπόγεια, κάτω από τον μεγάλο πύργο, θα ανακαλύψετε το μυστικό, που δεν το ξέρετε ακόμα.”
-Τι ήταν αυτό; Μα, τι ήταν αυτό που ζήσαμε; Πάει, τρελαθήκαμε, μουρμούριζαν…
Σε λίγα λεπτά, ξημέρωσε. Ξημέρωσε μια μέρα μουντή, γεμάτη αέρηδες τρελούς και ξέφρενες καταιγίδες. Οι δυο δήμιοι εκείνη την ημέρα, ούτε που ξεμύτισαν απ’ τα δωμάτιά τους, ούτε που αντάλλαξαν μια λέξη. Ολόκληρο το μικρό νησί μαζί με το κάστρο του, άλλωστε, είχαν παραδοθεί αμαχητί στα πελώρια αφρισμένα κύματα, που ξεσπούσαν την πρωτοφανή οργή τους καταπάνω στα χιλιοφαγωμένα βράχια. Οι ψεκασμοί νερού έφταναν τόσο ψηλά, πού τύλιγαν τους πύργους. Το νησί και το Μπούρτζι φάνταζαν κυκλωμένα από μια αδηφάγα ανάερη λευκή αντάρα και βροχή αφρών, ενώ ο ακόρεστος βοριάς έσκουζε δαιμονισμένα, ακόμη και μέσα στα σφαλιστά κελιά.
Κι έτσι, ήρθε και πάλι η νύχτα. Μόνο ο μπάρμπα-Γιάννης, για να ‘χει έναν παραστάτη στον φόβο του, ανέβηκε στο κελί του Θόδωρου. Έριξαν άφθονα ξύλα στο τζάκι, κούρνιαξαν αμίλητοι ο καθένας στη μεριά του κι έτσι, βουβά, κύλησε ολάκερη η νύχτα.
Το πρωί μόνο, που είχαν ηρεμήσει λίγο, ο Θόδωρος ρώτησε τον σύντροφό του:
-Θυμάσαι, Γιάννη, τι μας είπε η άγνωστη φωνή, όταν φύγαμε απ’ τις σκιές;
-Θυμάσαι, Γιάννη, τι μας είπε η άγνωστη φωνή; ρώτησε ο μπάρμπα-Θόδωρος τον σύντροφό του,
-Ναι, ότι στα υπόγεια, κάτω απ’ τον μεγάλο πύργο, θα βρούμε το μυστικό, που δε γνωρίζουμε ακόμη, απάντησε ο Γιάννης στωικά.
-Ας δοκιμάσουμε να το αποκαλύψουμε, είπε πάλι ο Θόδωρος.
Ο Γιάννης δεν έφερε αντίρρηση και σε λίγο, οι δύο σύντροφοι περνούσαν απ’ τον έναν πύργο, στον οποίο διέμεναν, στον άλλον, που υψωνόταν καταμεσής του κάστρου. Την εποχή εκείνη, οι πολεμίστρες ήταν κλεισμένες κι έτσι, οι δυο δήμιοι δεν μπορούσαν να βλέπουν τη θάλασσα. Σήκωναν μόνο το κεφάλι κι έβλεπαν τον ουρανό, που ήταν μια πλάκα μολυβιού πέρα ως πέρα στον ορίζοντα.
Κάτω απ’ τον πύργο υπήρχαν δυο στρογγυλά κελιά και από αυτά, μια πέτρινη ελικοειδής σκάλα οδηγούσε στα υπόγεια του Μπούρτζι. Οι δυο δήμιοι άναψαν ένα φανάρι κι άρχισαν να κατεβαίνουν. Η φλόγα φώτιζε αμυδρά τα μουχλιασμένα σκαλοπάτια κι άφηνε κατασκότεινο το βάθος.
Η κάθοδος συνεχιζόταν για κάμποση ώρα, καθώς είχαν να κατεβούν περισσότερα από τριακόσια σκαλοπάτια, για να φτάσουν στα υπόγεια, στα οποία ζήτημα ήταν αν είχαν κατεβεί ποτέ οι δύο σύντροφοι.
Μόλις έφτασαν, αναρωτήθηκαν:
-Και τώρα, τι κάνουμε;
-Θα κοιτάξουμε καλά κάθε γωνιά, κάθε σπιθαμή και κάθε πέτρα, τους τοίχους και το πάτωμα, μήπως και ανακαλύψουμε το μυστικό, που μας είπε η φωνή του φαντάσματος, αποκρίθηκε ο Γιάννης.
Αφού έψαξαν προσεκτικά και δε βρήκαν τίποτε για τόση ώρα, άρχισαν να απογοητεύονται ότι μάταια μπήκαν σε τέτοιο κόπο. Ξάφνου, ο Θόδωρος αναφώνησε:
-Μα, τι είναι τούτο εδώ;
Πράγματι, ο Γιάννης πλησίασε στο σημείο που του έδειχνε ο Θόδωρος και είδε στη μέση του νοτισμένου πέτρινου δαπέδου έναν μεγάλο μεταλλικό κρίκο, στερεωμένο σε μια πλάκα. Πάλεψαν και οι δυο πολλή ώρα, μέχρι να κατορθώσουν να την ανασηκώσουν. Τότε, πρόβαλλε στα μάτια τους μια ακόμη πέτρινη σκάλα, που κατέβαινε ακόμη βαθύτερα, σε ένα μικρό δωματιάκι.
-Τι λες; Κατεβαίνουμε; ρώτησε ο μπάρμπα-Γιάννης.
-Κατεβαίνουμε, απάντησε αποφασιστικά ο μπάρμπα-Θόδωρος.
Το δωμάτιο ήταν τόσο μικρό, που μετά βίας μπορούσαν να κουνήσουν τα μέλη τους εκεί μέσα. Γι’ αυτό, στάθηκαν στα χαμηλότερα σκαλιά κι έφεγγαν με το φανάρι, για να βλέπουν καλύτερα. Τεράστιες αράχνες έπεφταν από την οροφή στο δάπεδο και σε μια γωνιά, είδαν κάτι αναπάντεχο, που τους έκαμε να ανατριχιάσουν. Ένας σκελετός, ανάμεσα σ’ έναν σωρό από χρυσοστολισμένα ράκη. Ο νεκρός, που είχε γίνει μια μάζα από άμορφα οστά, θα είχε ριχθεί ντυμένος και με το πέρασμα του χρόνου, τα κομψά και βαρύτιμα ενδύματά του είχαν μετατραπεί σε απαίσια κουρέλια.
Η είσοδος των κελιών των δημίων, στο Μπούρτζι. Ο εικονιζόμενος είναι ο ενοικιαστής του κάστρου, Παναγιώτης Κωστούρος, 1932
Η είσοδος των κελιών των δημίων, στο Μπούρτζι. Ο εικονιζόμενος είναι ο ενοικιαστής του κάστρου, Παναγιώτης Κωστούρος, 1932
Οι δύο δήμιοι σιωπούσαν για αρκετά λεπτά, ανήμποροι και να κινηθούν. Τέλος, ο Θόδωρος έσπασε τη σιγή, ψιθυρίζοντας:
-Ποιος να ήταν άραγε τούτος ο δυστυχής; Τι μυστήρια κρύβει αυτό εδώ το κάστρο…
Κι ο Γιάννης, σαν να ξαναβρήκε τον εαυτό του, πλησίασε θαρρετά και ύψωσε το φανάρι πάνω από τον σκελετό. Οι δέσμες του ασθενικού φωτός έπεσαν πάνω στο κρανίο. Και τι περίεργο, αλήθεια, ήταν εκείνο το κρανίο! Είχε ένα μέτωπο φοβερά εξογκωμένο και δύο θεόρατες κόγχες ματιών. Σκιάχτηκε και πισωπάτησε ένα βήμα.
Ξάφνου, διέκρινε κάτι παράξενο. Κάτω από τον σωρό τον οστών και ανάμεσα στα χρυσοστολισμένα κουρέλια, άσπριζαν μερικά φύλλα χαρτιού, εμφανώς πολυκαιρισμένα. Ο Γιάννης τα μάζεψε σχεδόν ευλαβικά κι είδε ότι τα φύλλα αυτά ήταν γραμμένα από τη μια μεριά με κόκκινο μελάνι, αλλά η γλώσσα τού ήταν άγνωστη. Στην αρχή κάθε φύλλου, ήταν τυπωμένο ένα λιοντάρι, παρόμοιο με εκείνα που ήταν χαραγμένα και στο Μπούρτζι και στο Παλαμήδι και στην Ακροναυπλία.
-Σίγουρα στα χαρτιά αυτά θα βρούμε το μυστικό, για το οποίο μας πληροφόρησε το φάντασμα. Ας ανεβούμε στα κελιά μας, πνίγομαι εδώ μέσα. Μα, ας πάρουμε μαζί μας και το σπαθί του νεκρού, είπε ο Γιάννης και ο Θόδωρος ακολούθησε, σύμφωνος απολύτως.
Όταν βρέθηκαν πια στο κάτω κελί του πύργου, περιεργάζονταν τα παράξενα χαρτιά που άντεξαν στον χρόνο, σαν να είχαν κάτι σημαντικό να πουν και εξέταζαν προσεκτικά το παλαιό σπαθί, που βρήκαν στο μυστικό εκείνο δώμα του υπογείου. Είχε ολόχρυση λαβή και πάνω στο ατσάλι του, ήταν χαραγμένο κομψά ένα στέμμα και δυο υπερμεγέθη κεφαλαία γράμματα, δεμένα σ’ ένα σύμπλεγμα καλλιγραφικό.
Το επόμενο πρωί, όταν καταλάγιασε πια η θαλασσοταραχή, ο ένας από τους δημίους πήρε τη βάρκα και τράβηξε για το Ναύπλιο αντίκρυ. Εκεί, όπως ήταν υποχρεωτικό για τους δημίους, ζήτησε, σαν πάντα, δύο στρατιώτες και συνοδευόμενος από αυτούς, κίνησε για το σπίτι ενός γνωστού του, που ήξερε να γράφει και να ομιλεί ξένες γλώσσες. Του έδωσε τα χαρτιά και του γύρεψε να τα διαβάσει.
Τα παλαιά αυτά φύλλα χαρτιού, γραμμένα στα ιταλικά, ήταν, επί της ουσίας, μια έκθεση ενός Βενετσιάνου Αξιωματικού, που υπήρξε κάποτε φρούραρχος στο Μπούρτζι.
Τούτο που ακολουθεί είναι το έκτο μέρος της συγκλονιστικής ιστορίας του Κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Τα παλιά χαρτιά, λοιπόν, που είχαν βρει οι δυο δήμιοι στα υπόγεια δώματα του Μπούρτζι, ήταν σημειώσεις ενός Βενετσιάνου Αξιωματικού, που υπήρξε φρούραρχος του κάστρου, την εποχή της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα.
Στις σημειώσεις του αυτές, ανέφερε, υπό μορφή επίσημης έκθεσης, ένα περιστατικό, το οποίο έμοιαζε με παραμύθι. Και όσοι θα το διάβαζαν, θα ήταν σίγουροι πως διάβαζαν ένα παραμύθι, αν δεν το υπέγραφε ο σημαντικός εκείνος άνθρωπος της Βενετίας, ο Giordano Aquilio.
Μα, δυστυχώς τα χειρόγραφα αυτά, τα οποία θα έπρεπε να έχουν διατηρηθεί ως ιστορικά κειμήλια, δεν τα πήρε ο δήμιος πίσω, αλλά τα άφησε έκθετα στα χέρια εκείνου, που τα διάβασε πρώτος κι έκτοτε, χάθηκαν, χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί. Το παράξενο περιστατικό, όμως, που εξιστορούσαν, κοινολογήθηκε και από τους δημίους και από τους γνωστούς τους κι έτσι, διατηρήθηκε ζωντανό στην ανάμνηση μερικών γερόντων Ναυπλιέων, από τους οποίους το πληροφορήθηκε και ο Χρήστος Αγγελομάτης.
Όπως είχε προαναφερθεί, μετά το συνολικό χτίσιμο όλου του φρουρίου του Μπούρτζι, άρχισε και το χτίσιμο της μνημειώδους πύλης της κεντρικής του εισόδου, που επρόκειτο να φέρει υπερήφανα στο υπέρθυρο το μεγάλο λιοντάρι της Βενετίας, σύμβολο της δύναμης και της ισχύς της. Πεντακόσιοι εργάτες και εκατό Έλληνες, αλλά και Βενετσιάνοι μάστορες, σχεδίαζαν και πελεκούσαν τις πελώριες τετράγωνες πέτρες, που μεταφέρονταν απ’ το αντικρινό Ναύπλιο. Μα, ό,τι έχτιζαν την ημέρα, το βράδυ κατέρρεε μ’ έναν τρομακτικό πάταγο και ξανά πάλι απ’ την αρχή…
Εκ πρώτοις, οι Βενετοί υπέθεσαν ότι οι Έλληνες σκλάβοι τους κατακρήμνιζαν τους τοίχους και τις κολόνες ως δολιοφθορά και γι’ αυτό, δίχως να διεξάγουν καμιά απολύτως έρευνα, άρπαξαν δυο τυχαίους εργάτες και τους κρέμασαν απ’ τα άλμπουρα των καραβιών τους προς σωφρονισμό των υπολοίπων. Μάλιστα, εξέδωσαν και μια προκήρυξη, που έλεγε ότι αν εξακολουθούσε να συμβαίνει το ίδιο και την επόμενη ημέρα, θα κρεμούσαν κι άλλους τέσσερις Έλληνες εργάτες. Μα, δυστυχώς, και την άλλη μέρα, οι δύο κολόνες της κεντρικής πύλης, που είχαν θεμελιωθεί με πολύ κόπο, βρέθηκαν χαλάσματα καταγής.
Περνούσαν οι μέρες και ό,τι χτιζόταν με μόχθο, κατέληγε σε συντρίμμια. Οι Βενετσιάνοι συνέχιζαν τις τυφλές τιμωρίες των Ελλήνων, κρεμώντας τους απ’ τα άλμπουρα και οι δυστυχείς εργάτες, κάθε νύχτα, γονάτιζαν ευλαβικά και παρακαλούσαν τον Θεό να μη βρεθεί πάλι γκρεμισμένη η εργασία της προηγούμενης ημέρας. Μα, του κάκου… Κάθε που βράδιαζε, ένα μυστηριώδες άγνωστο χέρι, το κακόβουλο στοιχειό του κάστρου εκεί στο Μπούρτζι, προστατευμένο απ’ το σκοτάδι, σκόρπιζε τις πέτρες των κιόνων σε σωρούς.
Οι Βενετοί, τότε, μάζεψαν ξανά στα τυφλά είκοσι παλικάρια Ελληνόπουλα και τα κρέμασαν στις πολεμίστρες ολόγυρα, έτσι, για παραδειγματισμό. Όμως, είχαν αρχίσει να προβληματίζονται. Μήπως συνέβαινε και τίποτε άλλο, που δεν το είχαν αντιληφθεί;
Γι’ αυτό, οι Αξιωματικοί τους, χωρίς να πουν τίποτα σε κανέναν, τοποθέτησαν ισχυρή φρουρά στο μέρος, που χτιζόταν τόσον καιρό η πύλη, ώστε να μπορέσουν να συλλάβουν τους δράστες επ’ αυτοφόρω. Έτσι, οι στρατιώτες τους κρύφτηκαν στις πολεμίστρες των πύργων και περίμεναν ως τα μεσάνυχτα. Τότε, δίχως να φανεί κανείς, ένα δυνατό βουητό ακούστηκε και κατόπιν, ένας εκκωφαντικός πάταγος. Άρπαξαν τα φανάρια τους κι έτρεξαν στην πύλη και την είδαν ένα σκέτο χάλασμα από σκόρπιες πέτρες. Ερεύνησαν τριγύρω, μα ήταν φανερό πως δεν είχε κανείς σιμώσει, αλλιώς, ήταν βέβαιο ότι θα τον είχαν δει. Φοβισμένοι πλέον, αποσύρθηκαν από τις θέσεις τους και έσπευσαν να αναφέρουν τα συμβαίνοντα στον φρούραρχο του Μπούρτζι.
Ο φρούραρχος αντιλήφθηκε τον τρόμο των στρατιωτών του και γύρεψε να μάθει από πού εκπορευόταν τούτος ο ανεδαφικός τους φόβος. Οι στρατιώτες, λοιπόν, του εκμυστηρεύθηκαν ότι είχαν επηρεαστεί από τους Έλληνες σκλάβους, που έκαναν λόγο για φαντάσματα και για στοιχειά. Άλλωστε, και οι ίδιοι ακόμα ήταν πεπεισμένοι πως ό,τι συνέβαινε με το συνεχές και αδικαιολόγητο γκρέμισμα της πύλης, δε θα μπορούσε παρά να ήταν έργο του Σατανά και των στοιχειών του κάστρου.
Ο φρούραρχος τους έδιωξε, μα απόμεινε προβληματισμένος, ανήμπορος να αποκοιμηθεί. Γύρω στο ξημέρωμα, όμως, τον τράβηξε ο Μορφέας, εν τέλει, στην αγκαλιά του και είδε το πιο αλλόκοτο όνειρο.
Μεταφέρθηκε έξαφνα σ’ ένα σπίτι στο Ναύπλιο, το οποίο μέχρι τότε δεν το είχε προσέξει. Ήταν ένα αληθινό παλάτι! Όλα του τα δωμάτια ήταν υπέροχα διακοσμημένα, ενώ υπήρχαν παντού γλάστρες με λογιών-λογιών λουλούδια. Αίφνης, μέσα σ’ ένα δωμάτιο, είδε ένα θέαμα, που γέμισε την ψυχή του αρμονία και τον νου του θάμβος. Μια νέα κοπέλα, έως είκοσι ετών, όμορφη όσο καμιά άλλη, που έλαμπε σαν τον ήλιο, πρόβαλε εμπρός του και του είπε:
-Αν θέλετε να χτιστεί η κεντρική πύλη της εισόδου του κάστρου, εκεί στο Μπούρτζι, φροντίστε να στοιχειωθούν τα θεμέλιά του.
-Και πώς θα κατορθώσω κάτι τέτοιο; ρώτησε κατάπληκτος ο φρούραρχος.
-Θα το κατορθώσετε, αν το ευγενέστερο αίμα ποτίσει τα θεμέλια.
Τούτο που ακολουθεί είναι το έβδομο μέρος της συγκλονιστικής ιστορίας του Κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Ο φρούραρχος του Μπούρτζι είχε δει ένα καταπληκτικό όνειρο. Είδε, λέει, πως μεταφέρθηκε έξαφνα σ’ ένα σπίτι στο Ναύπλιο, το οποίο μέχρι τότε δεν το είχε προσέξει. Ήταν ένα αληθινό παλάτι! Όλα του τα δωμάτια ήταν υπέροχα διακοσμημένα, ενώ υπήρχαν παντού γλάστρες με λογιών-λογιών λουλούδια. Αίφνης, μέσα σ’ ένα δωμάτιο, είδε ένα θέαμα, που γέμισε την ψυχή του αρμονία και τον νου του θάμβος. Μια νέα κοπέλα, έως είκοσι ετών, όμορφη όσο καμιά άλλη, που έλαμπε σαν τον ήλιο, πρόβαλε εμπρός του και του είπε:
-Αν θέλετε να χτιστεί η κεντρική πύλη της εισόδου του κάστρου, εκεί στο Μπούρτζι, φροντίστε να στοιχειωθούν τα θεμέλιά του.
-Και πώς θα κατορθώσω κάτι τέτοιο; ρώτησε κατάπληκτος ο φρούραρχος.
-Θα το κατορθώσετε, αν το ευγενέστερο αίμα ποτίσει τα θεμέλια.
Ακούγοντας αυτά τα ακατανόητα λόγια από το στόμα της όμορφης κόρης, ο Βενετσιάνος φρούραρχος ξύπνησε και ευθύς, πετάχτηκε όρθιος. Ντύθηκε βιαστικά, κατέβηκε στην ακρογιαλιά, κάθισε σ’ έναν βράχο και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο στρωτό κρύσταλλο της θάλασσας. Το όνειρο, που είχε δει, του έκαμε πελώρια εντύπωση και επειδή συνέβαινε να πιστεύει στα όνειρα, απόμεινε για πολλή ώρα σκεπτικός.
Ένας στρατιώτης, που τον πλησίασε στο διάστημα αυτό, για να ζητήσει κάποια πληροφορία, ούτε μια στιγμή δεν κατόρθωσε να τον αποσπάσει απ’ την προσήλωσή του.
Όταν, εν τούτοις, σηκώθηκε, ήδη είχε λάβει ορισμένες κρίσιμες αποφάσεις. Το όνειρο, το θεώρησε ως μια θεία παρέμβαση, ως ένα θεϊκό φως, που θα τον βοηθούσε να λύσει το μυστήριο της θεμελίωσης της πύλης του κάστρου.
Χωρίς να πει τίποτε σε κανένα για τις σκέψεις και τις αποφάσεις του, κάλεσε έναν στρατιώτη και τον έστειλε να πει στον Αξιωματικό Υπηρεσίας ότι έπρεπε να ετοιμάσουν τη μεγάλη βάρκα, γιατί θα έβγαινε στην ξηρά. Και όταν η διαταγή εξετελέσθη και η βάρκα άραξε στην αποβάθρα, επιβιβάστηκε ο ίδιος ο φρούραρχος, συνοδεία δύο Αξιωματικών του.
Μετά από δεκαπέντε λεπτά, η βάρκα είχε φτάσει στην παραλία του Ναυπλίου. Ο φρούραρχος πήδησε στη στεριά και μαζί με τους Αξιωματικούς του, άρχισε να περιφέρεται στα γραφικά δρομάκια της όμορφης τούτης πελοποννησιακής πόλης. Προσπαθούσε εναγωνίως να εντοπίσει το αρχοντικό εκείνο σπίτι, που είχε δει στο όνειρό του, διότι έτρεφε συνάμα την ελπίδα ότι ίσως και να αντίκριζε την ωραιότατη εκείνη Ελληνοπούλα. Πίστευε ότι το αίμα της νεαρής αυτής αρχόντισσας θα ήταν το κατάλληλο αίμα, για να στοιχειωθεί το κάστρο και έτσι, θα ήταν δυνατό να ολοκληρωθεί επιτέλους και η θεμελίωση της πύλης της εισόδου του Μπούρτζι. Για το κακό που θα έκανε, δεν είχε κανέναν απολύτως ενδοιασμό μέσα στη σκληρή καρδιά του. Αυτός που είχε δώσει διαταγή να κρεμαστούν δεκάδες Ελλήνων σκλάβων, θα δίσταζε να θυσιάσει μια Ελληνοπούλα;
Μολονότι περιφερόταν επί τρεις ολόκληρες ημέρες, δεν κατόρθωσε να βρει το σπίτι, που θα έμοιαζε με εκείνο που είχε δει στο όνειρό του.
Κουρασμένος πια και αποκαρδιωμένος, κίνησε για τη Διοίκηση του Ναυπλίου, αποφασισμένος, όμως, να εφαρμόσει ένα άλλο σχέδιο. Κάλεσε τον Διευθυντή της Αστυνομίας και του ζήτησε να του διαθέσει τα καλύτερα λαγωνικά του και τους πιο αξιόπιστους χαφιέδες του. Γνώριζε καλά, εξάλλου, ότι οι συμπατριώτες του Βενετοί είχαν αναγάγει τον χαφιεδισμό και την κατασκοπία σ’ ολόκληρη επιστήμη. Είχε, λοιπόν, την πεποίθηση ότι με τους χαφιέδες της Διοίκησης, θα κατάφερνε τουλάχιστον να μάθει ποια ήταν η ομορφότερη Ελληνίδα του Ναυπλίου. Γιατί, αν πραγματικά το όνειρό του ήταν ένα φως στο σκοτάδι του μυαλού του, τότε, η κόρη, που είχε δει, ήταν σίγουρα η πιο ωραία σε όλη την πόλη. Από τη σκέψη αυτή ορμώμενος, ζήτησε απ’ τους χαφιέδες να μάθουν αμέσως αυτό που ήθελε.
Δεν πήρε στους χαφιέδες πολλή ώρα για να μάθουν και να επιστρέψουν με τη σχετική πληροφορία. Στάθηκαν μπροστά στον φρούραρχο και του ανακοίνωσαν:
-Εξοχότατε, είμαστε σε θέση να σας πληροφορήσουμε ότι η ωραιότερη Ελληνοπούλα του Ναυπλίου είναι η κόρη του Ιωάννη Λογοθέτη.
-Ποιος είναι αυτός; ρώτησε ο φρούραρχος.
-Είναι ένας άρχοντας, που κατάγεται από παλιά βυζαντινή οικογένεια. Πλουσιότατος και καλός, λατρεύεται όχι μόνο από τους Έλληνες του Ναυπλίου, αλλά και από τους Βενετσιάνους ακόμα. Αυτός έχει μια κόρη, που η ομορφιά της προκαλεί το θάμβος και φέρνει στην καρδιά την πιο γλυκιά επιθυμία.
Ο φρούραρχος βυθίστηκε σε βαρύ συλλογισμό. Αν πράγματι ο Ιωάννης Λογοθέτης ήταν τόσο αγαπητός από φίλους και εχθρούς, τότε θα ήταν πολύ επικίνδυνο να επιχειρούσε τη θυσία της κόρης του. Αλλά, πάλι, σκέφτηκε πως ήταν θέμα αξιοπρέπειας και γοήτρου για τον ίδιο να αποτελειώσει επιτέλους το χτίσιμο του κάστρου, που χωρίς τη μνημειώδη πύλη της εισόδου του, ήταν σαν ένα σπίτι δίχως πόρτα. Αλλά και για την ίδια την πανίσχυρη Βενετία θα ήταν ένα πλήγμα, που δαπανούσε τόσα χρήματα, για να εξασφαλίσει την κυριαρχία της και να επιδεικνύει το μεγαλείο της. Αφού το καλοσκέφτηκε, λοιπόν, στράφηκε στους κατασκόπους και τους διέταξε δίχως τον παραμικρό δισταγμό:
-Πηγαίνετε αμέσως να μου φέρετε εδώ την κόρη του Λογοθέτη!
Οι χαφιέδες σάστισαν, μα δεν τόλμησαν να αντιμιλήσουν. Χαιρέτησαν τον ανώτερό τους και έφυγαν αμέσως. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, άρχιζε το δράμα της πεντάμορφης Ελληνοπούλας.
2 Σχόλια:
Ο Ιωάννης Λογοθέτης, λοιπόν, την ώρα που ο Βενετσιάνος φρούραρχος έδινε την εντολή στους χαφιέδες να συλλάβουν την όμορφη κόρη του, εκείνος δεν ήταν στο αρχοντικό του. Όπως συνήθιζε πάντα, έκανε έναν γύρο στην πόλη, με τη δικαιολογία του περιπάτου, κυρίως όμως για να βοηθήσει τους φτωχούς.
Τη θυγατέρα του, τη μονάκριβη, τη λάτρευε πιο πολύ απ’ το καθετί στον κόσμο. Όσα χρήματα κι αν έδινε σε αγαθοεργίες, πάντοτε περίσσευαν πολλά, ώστε να της εξασφαλίσει ένα μέλλον με ευμάρεια και αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό, κάθε φορά που επέστρεφε στο σπίτι του και είχε δείξει την αγαθότητα της καρδιάς του στους ανήμπορους συμπολίτες του, ήταν πλημμυρισμένος από απέραντη ικανοποίηση. Τη χαρά της ζωής, άλλωστε, την είχε βρει μέσα από την προσφορά σε εκείνους, που το είχαν πραγματική ανάγκη.
Σ’ αυτό, ακριβώς, το φιλάνθρωπο καθήκον επιδιδόταν την ώρα εκείνη, που οι πέντε απεσταλμένοι χαφιέδες του Βενετσιάνου φρούραρχου, μαζί μ’ έναν υπάλληλο της Ενετικής Διοίκησης, που προσκόμιζε το έγγραφο της σύλληψης, χτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού του.
Ένας γέρος υπηρέτης άνοιξε. Ο υπάλληλος δήλωσε την ταυτότητά του και ζήτησε επιτακτικά να δει την κόρη του Ιωάννη Λογοθέτη. Παρόμοιες επισκέψεις σε σπίτια Ελλήνων ήταν γνωστό πως κατέληγαν πάντα στα ίδια άσχημα αποτελέσματα. Γι’ αυτό, ο υπηρέτης ωχρίασε κι άρχισε να τρέμει. Εκείνοι αμέσως τον απώθησαν, εισέβαλαν στο αρχοντικό και ξεκίνησαν να ερευνούν σε κάθε του δωμάτιο.
Η Ξανθή, όπως λεγόταν η όμορφη κοπέλα, ήταν στον κήπο. Ένας χαφιές την είδε απ’ το παράθυρο να κόβει τριαντάφυλλα στον ανθώνα. Φώναξε και τους άλλους και όλοι μαζί οι άνθρωποι της βενετσιάνικης εξουσίας κατέβηκαν στον κήπο.
Στην καρδιά τους, που ποτέ ο οίκτος δεν είχε εισδύσει, κάποια αόριστη λύπη αχνοφάνηκε, όταν την αντίκρισαν από κοντά. Τόση ομορφιά, τόση νεότητα θα πήγαινε χαμένη, τόσο σύντομα και τόσο αδικαιολόγητα. Την πρόσταξαν να τους ακολουθήσει κατά διαταγή του φρουράρχου τους. “Μα, τι έκανα;” παραμιλούσε η Ξανθή. Έσκυψε το κεφάλι και τους ακολούθησε, μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά.
Λίγο αργότερα, οι χαφιέδες, μαζί με την πανώρια Ελληνοπούλα, βρίσκονταν στο Διοικητήριο, ενώπιον του Βενετού φρουράρχου. Εκείνος κοιτούσε απ’ το παράθυρο κατά το Παλαμήδι, όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκαν οι κατάσκοποι μαζί με την Ξανθή Λογοθέτη.
Στο αντίκρισμα της κόρης, δοκίμασε ασυγκράτητη έκπληξη. Σηκώθηκε απ’ το κάθισμά του, αναφωνώντας: “Αυτή είναι!”
Η νεαρή γυναίκα, που είχε δει στο όνειρό του, στεκόταν ακριβώς μπροστά του. Το απαράμιλλο κάλλος της τον θάμπωσε, τον καθήλωσε. Η παρουσία της εξευγένιζε τα πάντα στο πέρασμά της. Την αναμέτρησε με το βλέμμα του. Από τον νου πέρασε φευγαλέα η σκέψη ότι θα ήταν τρομακτικό, ειλικρινώς απάνθρωπο να θυσιαστεί μια τέτοια ομορφιά, μόνο και μόνο για να θεμελιωθεί η πύλη ενός κάστρου. Μα, αυτομάτως, σκέφτηκε ότι πρωτίστως είχε να γνοιαστεί τον εαυτό του και το πώς θα εδραίωνε τη φήμη του και θα έσωζε το γόητρό του. Στράφηκε στους χαφιέδες και τους πρόσταξε:
-Οδηγείστε τη συλληφθείσα στο λιμάνι, επιβιβάστε την στο πλοίο για το Μπούρτζι κι έρχομαι αμέσως κι εγώ.
Αργότερα, οι ναύτες ανέσυραν την άγκυρα και με τον άνεμο πρίμα, το καράβι πλησίαζε γρήγορα στο Μπούρτζι. Η Ξανθή, καθισμένη στην πλώρη, με δάκρυα στα μάτια, άφηνε το βλέμμα της να πλανάται κατά το Ναύπλιο. Ο νους της πετούσε στον πατέρα της, ξανάφερε στη μνήμη τη νεκρή μητέρα της και το σπιτικό της με τον λατρευτό της κήπο, που τόσο πολύ τον φρόντιζε με τα ίδια της τα χέρια.
Το δάκρυα δεν έπαψαν να κυλούν στις καλοσχηματισμένες παρειές της, ακόμη και την καταραμένη εκείνη στιγμή, που οι στρατιώτες την πέταξαν κακήν κακώς μέσα στο κελί του μεγάλου πύργου, εκεί, στο φοβερό Μπούρτζι, το φρούριο που το έτρεμαν οι εχθροί των Βενετών και ξόρκιζαν την τύχη τους μην τύχει και ποτέ βρεθούν πίσω απ’ τα χοντρά του τείχη.
Το κελί, που την έριξαν, δεν είχε παρά μονάχα ένα στρώμα καταγής και για τροφή, της έδωσαν ένα μουχλιασμένο ξεροκόμματο. Σε μια γωνιά της άφησαν ένα κανάτι με νερό και τίποτε άλλο. Η μοσχοαναθρεμμένη κόρη ένιωσε τα μέλη της να παραλύουν. Πώς βρέθηκε άραγε εκεί; Ποιος να ήταν ο λόγος που την είχαν συλλάβει; Ευτυχώς, το κιγκλιδόφραχτο παράθυρο ήταν χαμηλά κι έτσι, μπορούσε, για παρηγοριά της, να θωρεί τον ήλιο και τον γαλάζιο ουρανό.
Με τα χέρια της να σφίγγουν τα σιδερένια κιγκλιδώματα, ξέσπασε σε αναφιλητά, μέχρι που άκουσε ένα κτύπημα στην πόρτα και ευθύς αμέσως εμφανίστηκε στην είσοδο του κελιού της ο Βενετσιάνος φρούραρχος.
Τούτο που ακολουθεί είναι το ένατο άρθρο, που αναφέρεται στη συγκλονιστική ιστορία του κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Η Ξανθή Λογοθέτη, λοιπόν, γύρισε και κοίταξε τον άνθρωπο, που μόλις μπήκε στο κελί, που την είχαν ρίξει οι στρατιώτες. Ήταν ο Giordano Aquilio, ο Βενετσιάνος φρούραρχος του κάστρου του Μπούρτζι.
Ο φρούραρχος προχώρησε αργά προς το μέρος της και στάθηκε απέναντί της. Η κορμοστασιά του δε μαρτυρούσε πλέον τον ίδιο αγέρωχο Αξιωματικό. Κάποια μεγάλη μεταβολή είχε συμβεί μέσα του εντός λίγων ωρών και αυτή η μεταβολή είχε γλυκάνει κάπως την πάντοτε αγριωπή του όψη. Η Ξανθή, δε, από έμφυτη υπερηφάνεια, όρθωσε το ανάστημά της και περίμενε να ακούσει τι ήθελε, κοιτάζοντάς τον κατάματα.
Κι αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα, σε τόνο που πάσχιζε να τον κάνει σταθερό, της είπε:
-Ξέρω πως είσαι η Ξανθή Λογοθέτη, η κόρη του άρχοντα Ιωάννη Λογοθέτη. Εσύ, όμως, ξέρεις γιατί έχεις συλληφθεί;
-Δεν ξέρω, αλλά αδιαφορώ και να μάθω. Μου αρκεί που συνελήφθην. Μα, θα ήθελα μόνο να ρωτήσω από πότε οι ευγενείς Βενετσιάνοι Αξιωματικοί συλλαμβάνουν Ελληνίδες κόρες, που το μόνο ίσως κακό που κάνουν είναι να μένουν στα σπίτια τους, για να περιποιούνται τα λουλούδια του κήπου τους; είπε η Ξανθή.
-Τι σε περιμένει, δεν μπορώ να σου το πω. Κάτι άλλο, όμως, θέλω να μάθω. Αν σε απάλλασσα από κάθε κατηγορία και σε έσωζα από την τρομακτική ποινή, που σου επιφυλάσσεται, θα δεχόσουν να γίνεις γυναίκα μου; ρώτησε ο Giordano Aquilio, με τα μάτια κατεβασμένα.
Η νεαρή τον κοίταζε κατάπληκτη. Ποτέ της δεν περίμενε ν’ ακούσει παρόμοια πρόταση. Απάντησε, δίχως να διστάσει:
-Δεν ξέρω, αν για να φτάσει η φιλοδοξία σας εκεί που επιθυμείτε, έπρεπε να χρησιμοποιήσετε ως μέσο τη σύλληψή μου. Πάντως, μία είναι η αλήθεια. Το τέχνασμά σας αυτό, ούτε τίμιο, ούτε ηθικό είναι! Στα μάτια μου είστε άνανδρος! Είμαι έτοιμη να αποδεχτώ όποια ποινή μου επιβάλλετε.
-Μα, δε λυπάσαι τον εαυτό σου; ψιθύρισε ντροπιασμένος ο σπουδαίος, κατά τ’ άλλα, Βενετσιάνος φρούραρχος.
-Όχι, αφού δεν πρόκειται να σώσω τον εαυτό μου με τη λύση που προτείνατε, αποκρίθηκε υπερήφανα η Ξανθή.
-Τα νιάτα σου δεν τα λυπάσαι; ξαναρώτησε ξέπνοα ο Giordano.
Η κοπέλα δεν απάντησε, μόνο έστρεψε το κεφάλι της απ’ την άλλη, φανερά αηδιασμένη. Τότε, ο φρούραρχος απομακρύνθηκε με βήμα αργό και ψυχή νεκρωμένη. Έσυρε πίσω του τη βαριά πόρτα του κελιού της και εξαιρετικά βαρύθυμος, άρχισε να κατεβαίνει αργά τα σκαλιά του πύργου.
Τις ώρες εκείνες, ο άρχοντας Ιωάννης Λογοθέτης ήταν βυθισμένος στο μεγαλύτερο πένθος. Μόλις πληροφορήθηκε τη σύλληψη της κόρης τους από τους Βενετούς, με την αγωνία στην καρδιά και τρεμάμενα μέλη, κατευθύνθηκε στο Διοικητήριο. Αλλά εκεί κανείς δεν τον δέχτηκε. Οι φρουροί, εφαρμόζοντας τις διαταγές που είχαν, τον απέπεμψαν, γελώντας με τον πόνο και την τραγωδία τούτου του δυστυχή πατέρα.
Κι ύστερα πάλι, όταν θέλησε να επιβιβαστεί σε κάποιο πλοίο, για να περάσει απέναντι στο ζοφερό Μπούρτζι, οι σκοποί του λιμανιού τον εμπόδισαν ξανά, όπως είχαν διαταχθεί από τους προϊσταμένους τους. Μην έχοντας τι άλλο να κάνει, επέστρεψε στο σπίτι του, ανέβηκε στο δωμάτιό του και σωριάστηκε σ’ ένα κάθισμα. Με τα χέρια του βαστούσε το κεφάλι του, δαγκώνοντας τα χείλη του. Άφησε απλά τον εαυτό του να κυλήσει στο πάτωμα κι έμεινε εκεί, κυλισμένος καταγής, μέχρι το πρωί.
Για την όμορφη Ξανθή, ξημέρωσε η τελευταία, η στερνή, η πιο πικρή ημέρα της σύντομης ζωής της. Όλη νύχτα πελαγοδρομούσε μες στις σκέψεις της, βουτηγμένη στον ανείπωτο πόνο της, νηστική και διψασμένη, μέχρι που έπεσαν πάνω της οι πρώτες αχτίδες του ήλιου.
Ξάφνου, μια οχλαγωγία έσπασε τη μελαγχολική σιγή. Βήματα πολλών ανθρώπων, που ανέβαιναν γοργά τα πέτρινα σκαλοπάτια του πύργου. Η Ξανθή έσιαξε, κατά πώς είχε μάθει μια ζωή, το φόρεμα και τα μαλλιά της και περίμενε. Η πόρτα του κελιού άνοιξε διάπλατα και πέντε στρατιώτες πάνοπλοι εισέβαλαν μέσα.
-Ακολούθησέ με! πρόσταξε ο επικεφαλής των στρατιωτών Αξιωματικός.
-Τόσοι πάνοπλοι στρατιώτες για μια ανυπεράσπιστη γυναίκα! κάγχασε ειρωνικά η νεαρή Ελληνοπούλα και ευθύς προχώρησε προς την έξοδο.
Οι στρατιώτες τάχθηκαν δεξιά και αριστερά της και με αυτή την τάξη, την οδήγησαν στην πύλη της εισόδου, εκεί στο τρομερό Μπούρτζι. Στην πύλη, την περίμεναν κι άλλοι στρατιώτες και ανάμεσά τους, με το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο, ο Βενετσιάνος φρούραρχος, ο Εξοχότατος Giordano Aquilio.
ούτο που ακολουθεί είναι το δέκατο άρθρο, που αφηγείται τη συγκλονιστική ιστορία του Κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Ο Giordano Aquilio, λοιπόν, ήταν απίστευτα χλομός. Μελανοί στέφανοι περιέβαλαν τις βυθισμένες κόγχες των ματιών του. Ήταν ολοφάνερο πως είχε μείνει ξάγρυπνος την προηγούμενη νύχτα, ενώ η έγνοια και ο προβληματισμός είχαν αποτυπωθεί στο πρόσωπό του. Διέταξε τους στρατιώτες να απομακρυνθούν λίγο και προχώρησε αργά προς την Ξανθή.
Η κόρη του άρχοντα του Ναυπλίου, Ιωάννη Λογοθέτη, κάτωχρη κι αυτή, στεκόταν ακίνητη, αληθινή προσωποποίηση της θλίψης και του πένθους, σήκωσε ήρεμα το βλέμμα της και κοίταξε τον Βενετσιάνο Αξιωματικό.
-Σκέφτηκες τι θα πάθεις με την άρνησή σου στην πρόταση που σου έκανα; Καταλαβαίνεις γιατί βρίσκονται εδώ οι στρατιώτες; Μα, δεν καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις το δικαίωμα να θυσιάζεις έτσι τα νιάτα σου; ρωτούσε απανωτά ο Εξοχότατος φρούραρχος Giordano Aquilio.
-Εκείνο που καταλαβαίνω είναι ότι δεν έχετε, κύριε, κανένα δικαίωμα να μου ζητάτε να γίνω σύζυγός σας. Μα, πώς σας ήρθε κάτι τέτοιο; αποκρίθηκε η όμορφη κοπέλα, με το μέτωπό της πτυχωμένο.
-Σου ζητώ να γίνεις γυναίκα μου, γιατί μέσα σε λίγες ώρες ένα γλυκό αίσθημα αναπτύχθηκε αιφνίδια στην καρδιά μου για σένα. Μα, αν αρνηθείς, οφείλω να εφαρμόσω εκείνο, που μου επιτάσσει το καθήκον μου, ίσως και η φιλοδοξία μου, ως Βενετσιάνου φρούραρχου τούτου εδώ του κάστρου.
-Εμπρός, ας τελειώνουμε με αυτό το μαρτύριο. Είμαι έτοιμη να δεχτώ την ποινή που μου καθορίσατε, είπε με τέτοιο θάρρος η Ξανθή, που θα το ζήλευαν και τα πιο ανδρειωμένα παλικάρια.
Ο φρούραρχος αντιλήφθηκε ότι ήταν αδύνατο να κάμψει την υπερήφανη αυτή Ελληνίδα. Αναστέναξε, έστρεψε τα νώτα του και κάλεσε έναν στρατιώτη.
-Ας έλθει ο δήμιος! Θα αποκεφαλίσει την κατάδικο στα θεμέλια της κεντρικής εισόδου, για να πραγματοποιηθεί ό,τι είδα στο όνειρό μου, για να στοιχειωθεί η πύλη και να πάψει να κατακρημνίζεται πια, είπε ο Giordano Aquilio.
Τότε, η δύστυχη Ξανθή έστρεψε τα μάτια της στον ήλιο, ρούφηξε το φως του μέσα της, αναστέναξε βαθιά και ψιθύρισε απεγνωσμένα: “Αχ, δυστυχισμένε μου πατέρα! Πικρή μου ζωή!”
Ο φρούραρχος διέταξε τον αποκεφαλισμό της πανέμορφης κοπέλας, επειδή χρειαζόταν μεγάλη ποσότητα από το αίμα της, για να είναι σίγουρος ότι τα θεμέλια της πύλης θα εμποτίζονταν καλά. Εκείνη τη στιγμή, κατέφτασε κι ο δήμιος του Μπούρτζι. Ήταν ένας τεράστιος άντρας, με βλέμμα και πρόσωπο άγριο, σαν τα λυσσασμένα τα σκυλιά. Πατρίδα του είχε το εσωτερικό της Αιγύπτου, γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν Μαμελούκο.
Κι όμως, ο άνθρωπος αυτός, που είχε αποκεφαλίσει δεκάδες όμοιούς του, που έμοιαζε η όψη του με ανήμερο θεριό, καταντροπιάστηκε, μόλις αντίκρισε την πεντάμορφη Ξανθή. Ένιωσε ανείπωτη ποταπότητα και απροσμέτρητη αισχύνη, που το καθήκον τον έφερε να σκοτώσει με τούτο τον άγριο τον τρόπο, τον απάνθρωπο, μια γυναίκα, μια νεαρή κοπέλα, τόσο αθώα, τόσο όμορφη, τόσο γλυκιά και τόσο υπερήφανη. Ένιωσε σαν να του ζήτησαν να αποκεφαλίσει την ίδια τη ζωή…
Τούτο που ακολουθεί είναι το ενδέκατο, που αφηγείται τη συγκλονιστική ιστορία του πολυθρύλητου Κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Ο δήμιος, λοιπόν, στάθηκε αντίκρυ στην Ξανθή και την αναμέτρησε από κεφαλής μέχρι ποδών. Έβλεπε τα χρυσαφένια μαλλιά της, που κυλούσαν ποτάμι στην πλάτη της. Έβλεπε τα ολοκάθαρα μάτια της, που τα περιέβαλλαν μπλάβοι στέφανοι. Έβλεπε το στητό κορμί της, που άνθιζε σαν τριανταφυλλιά και σκεπτόταν ότι, αν είχε το δικαίωμα και το καθήκον να αποκεφαλίζει ανθρώπους, που υπήρξαν κακούργοι και εγκληματίες, δεν είχε κανένα, μα κανένα απολύτως δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή αθώων πλασμάτων, όπως της Ξανθής. Γι’ αυτό, έμεινε ακίνητος να θωρεί την όμορφη κόρη και σε μια στιγμή, μονολόγησε: “Ω, αν μπορούσα να τη σώσω… Αν ήμουν μόνος…”
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, όταν ακούστηκε απότομα:
-Κυκλώσατε την πύλη! διέταξε ο επικεφαλής Αξιωματικός των Βενετών στρατιωτών.
Και οι στρατιώτες, εφαρμόζοντας τη διαταγή, πλησίασαν την ερειπωμένη πύλη και στάθηκαν ολόγυρά της.
Ο φρούραρχος έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα προς την πύλη, στην οποία θα θυσιαζόταν η Ξανθή, ώστε να στοιχειωθεί το κτίσμα και να πάψει να κατακρημνίζεται. Κατόπιν, έστρεψε το κεφάλι του, ψέλλισε κάτι που δεν το άκουσε κανείς και με βήματα βιαστικά, εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του φρουρίου.
Δύο από τους στρατιώτες, που περικύκλωσαν την πύλη, αποσπάστηκαν απ’ το σύνολο και προσέγγισαν την Ξανθή. Άπλωσαν τα γερά χέρια τους, που ήταν συνηθισμένα να κραδαίνουν τα βαριά σπαθιά και θέλησαν να κάμψουν το σώμα της. Η κόρη του Ιωάννη Λογοθέτη, πριν σκύψει το κεφάλι της στο σπαθί του δημίου, όρθωσε μια φορά ακόμη το ανάστημά της, κοίταξε τον ήλιο και τη θάλασσα, που απλωνόταν γαλήνια μέχρι το αγαπημένο της Ναύπλιο, εκεί που βρισκόταν ο δόλιος ο πατέρας της.
Απ’ το μυαλό της πέρασε ολάκερη η παιδιάτικη ζωή της, η μάνα που έχασε νωρίς, ο στοργικός πατέρας, κάθε χαρά που γνώρισε και κάθε λύπη. Τα μάτια της γέμισαν ανταριασμένα κύματα. Δίχως να χάσει το κουράγιο και την υπερηφάνεια της, ούτε κι εκείνη την αποφράδα ώρα, στράφηκε προς τον βουρκωμένο δήμιο και τους πάνοπλους στρατιώτες και γύρεψε να μάθει:
-Ελάτε, κάνετε το καθήκον σας και σας συγχωρώ απ’ τα βάθη της ψυχής μου. Μόνο, γιατί; Γιατί είμαι εδώ; Γιατί με θυσιάζετε;
Οι Βενετσιάνοι στρατιώτες και ο δήμιος του Μπούρτζι έσκυψαν το κεφάλι. Τι να πουν σε τούτο το αθώο πλάσμα, το όμορφο, το καλό…
Μα, ο επικεφαλής Αξιωματικός βρήκε σθένος κι είπε:
-Πρέπει να στοιχειώσουν τα θεμέλια της πύλης με το αίμα σου κι έτσι, να πάψει πια να γκρεμίζονται τη νύχτα όλα όσα χτίζονται την ημέρα…
-Ας γίνει το θέλημά σας, λοιπόν! είπε η όμορφη κοπέλα και έγειρε απλώς τον τράχηλό της, να ακουμπήσει στο στήθος της, για να την καρατομήσουν.
Ο δήμιος ύψωσε το σπαθί. Στα μάτια του ίσα που πρόλαβε να σχηματιστεί μια υδαρή σταγόνα. Κι απότομα, σαν να ήθελε να αποδιώξει το αίσθημα εκείνο, που τον έκανε ξαναθυμηθεί πως ήταν άνθρωπος κι αυτός, κατέβασε με δύναμη το σπαθί του. Το ωραιότατο κεφάλι με τα χρυσαφένια τα μαλλιά κύλισε στο χώμα, ενώ το νεανικό κορμί σπαρταρούσε και συσπόταν. Το αίμα ανέβλυσε μπόλικο, ζεστό και πότισε τα θεμέλια.
Έτσι, με τον τρόπο τούτον τον φριχτό, πραγματοποιήθηκε το όνειρο, που είχε δει ο Βενετσιάνος φρούραρχος. Η είσοδος του φρουρίου επιτέλους θα στοίχειωνε και η Βενετία θα μπορούσε πλέον να καυχάται ότι το Κάστρο του Μπούρτζι δεν το άφησε μισοτελειωμένο.
Από μια πολεμίστρα του μεγάλου πύργου, ο φρούραρχος παρακολουθούσε τη σκηνή της εκτέλεσης και όταν είδε το κεφάλι της Ξανθής να κυλιέται στο χώμα, έβαλε μια κραυγή κι έφυγε τρέχοντας.
Όπως, μάλιστα, έλεγε η παράδοση, ο Giordano Aquilio περιφερόταν για πολλές μέρες σαν θηρίο στο κλουβί μέσα στο εσωτερικό του κάστρου, μουρμουρίζοντας λέξεις ακατάληπτες. Και μόνο αφού πέρασε αρκετός καιρός, βρήκε μια κάποια ηρεμία. Μα, η φοβερή μελαγχολία δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Αλλά και ο τρομερός εκείνος δήμιος, που είχε πάρει τη ζωή τόσων και τόσων ανθρώπων, από τον αποκεφαλισμό της Ξανθής δε συνήλθε ποτέ. Τον βάραιναν οι τύψεις και στο τέλος, έχασε τα λογικά του και σεργιανούσε εδώ κι εκεί χαμένος και τρελός.
Ο άρχοντας του Ναυπλίου, Ιωάννης Λογοθέτης, ο πατέρας της Ξανθής, όταν πληροφορήθηκε το άδικο και σκληρό τέλος της κόρης του, κατευθύνθηκε στην ακροθαλασσιά και αντικρίζοντας το Μπούρτζι, έπεσε μέσα στα νερά και πνίγηκε.
Έτσι, λοιπόν, θεμελιώθηκε η πύλη του Κάστρου του Μπούρτζι, που σήμερα προβάλλει ξεχαρβαλωμένη στα μάτια των επισκεπτών.
https://strangepress.gr/
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Τούτο που ακολουθεί είναι το όγδοο άρθρο, που εξιστορεί την καταπληκτική ιστορία του Κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Ο Ιωάννης Λογοθέτης, λοιπόν, την ώρα που ο Βενετσιάνος φρούραρχος έδινε την εντολή στους χαφιέδες να συλλάβουν την όμορφη κόρη του, εκείνος δεν ήταν στο αρχοντικό του. Όπως συνήθιζε πάντα, έκανε έναν γύρο στην πόλη, με τη δικαιολογία του περιπάτου, κυρίως όμως για να βοηθήσει τους φτωχούς.
Τη θυγατέρα του, τη μονάκριβη, τη λάτρευε πιο πολύ απ’ το καθετί στον κόσμο. Όσα χρήματα κι αν έδινε σε αγαθοεργίες, πάντοτε περίσσευαν πολλά, ώστε να της εξασφαλίσει ένα μέλλον με ευμάρεια και αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό, κάθε φορά που επέστρεφε στο σπίτι του και είχε δείξει την αγαθότητα της καρδιάς του στους ανήμπορους συμπολίτες του, ήταν πλημμυρισμένος από απέραντη ικανοποίηση. Τη χαρά της ζωής, άλλωστε, την είχε βρει μέσα από την προσφορά σε εκείνους, που το είχαν πραγματική ανάγκη.
Σ’ αυτό, ακριβώς, το φιλάνθρωπο καθήκον επιδιδόταν την ώρα εκείνη, που οι πέντε απεσταλμένοι χαφιέδες του Βενετσιάνου φρούραρχου, μαζί μ’ έναν υπάλληλο της Ενετικής Διοίκησης, που προσκόμιζε το έγγραφο της σύλληψης, χτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού του.
Ένας γέρος υπηρέτης άνοιξε. Ο υπάλληλος δήλωσε την ταυτότητά του και ζήτησε επιτακτικά να δει την κόρη του Ιωάννη Λογοθέτη. Παρόμοιες επισκέψεις σε σπίτια Ελλήνων ήταν γνωστό πως κατέληγαν πάντα στα ίδια άσχημα αποτελέσματα. Γι’ αυτό, ο υπηρέτης ωχρίασε κι άρχισε να τρέμει. Εκείνοι αμέσως τον απώθησαν, εισέβαλαν στο αρχοντικό και ξεκίνησαν να ερευνούν σε κάθε του δωμάτιο.
Η Ξανθή, όπως λεγόταν η όμορφη κοπέλα, ήταν στον κήπο. Ένας χαφιές την είδε απ’ το παράθυρο να κόβει τριαντάφυλλα στον ανθώνα. Φώναξε και τους άλλους και όλοι μαζί οι άνθρωποι της βενετσιάνικης εξουσίας κατέβηκαν στον κήπο.
Στην καρδιά τους, που ποτέ ο οίκτος δεν είχε εισδύσει, κάποια αόριστη λύπη αχνοφάνηκε, όταν την αντίκρισαν από κοντά. Τόση ομορφιά, τόση νεότητα θα πήγαινε χαμένη, τόσο σύντομα και τόσο αδικαιολόγητα. Την πρόσταξαν να τους ακολουθήσει κατά διαταγή του φρουράρχου τους. “Μα, τι έκανα;” παραμιλούσε η Ξανθή. Έσκυψε το κεφάλι και τους ακολούθησε, μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά.
Λίγο αργότερα, οι χαφιέδες, μαζί με την πανώρια Ελληνοπούλα, βρίσκονταν στο Διοικητήριο, ενώπιον του Βενετού φρουράρχου. Εκείνος κοιτούσε απ’ το παράθυρο κατά το Παλαμήδι, όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκαν οι κατάσκοποι μαζί με την Ξανθή Λογοθέτη.
Στο αντίκρισμα της κόρης, δοκίμασε ασυγκράτητη έκπληξη. Σηκώθηκε απ’ το κάθισμά του, αναφωνώντας: “Αυτή είναι!”
Η νεαρή γυναίκα, που είχε δει στο όνειρό του, στεκόταν ακριβώς μπροστά του. Το απαράμιλλο κάλλος της τον θάμπωσε, τον καθήλωσε. Η παρουσία της εξευγένιζε τα πάντα στο πέρασμά της. Την αναμέτρησε με το βλέμμα του. Από τον νου πέρασε φευγαλέα η σκέψη ότι θα ήταν τρομακτικό, ειλικρινώς απάνθρωπο να θυσιαστεί μια τέτοια ομορφιά, μόνο και μόνο για να θεμελιωθεί η πύλη ενός κάστρου. Μα, αυτομάτως, σκέφτηκε ότι πρωτίστως είχε να γνοιαστεί τον εαυτό του και το πώς θα εδραίωνε τη φήμη του και θα έσωζε το γόητρό του. Στράφηκε στους χαφιέδες και τους πρόσταξε:
-Οδηγείστε τη συλληφθείσα στο λιμάνι, επιβιβάστε την στο πλοίο για το Μπούρτζι κι έρχομαι αμέσως κι εγώ.
Αργότερα, οι ναύτες ανέσυραν την άγκυρα και με τον άνεμο πρίμα, το καράβι πλησίαζε γρήγορα στο Μπούρτζι. Η Ξανθή, καθισμένη στην πλώρη, με δάκρυα στα μάτια, άφηνε το βλέμμα της να πλανάται κατά το Ναύπλιο. Ο νους της πετούσε στον πατέρα της, ξανάφερε στη μνήμη τη νεκρή μητέρα της και το σπιτικό της με τον λατρευτό της κήπο, που τόσο πολύ τον φρόντιζε με τα ίδια της τα χέρια.
Το δάκρυα δεν έπαψαν να κυλούν στις καλοσχηματισμένες παρειές της, ακόμη και την καταραμένη εκείνη στιγμή, που οι στρατιώτες την πέταξαν κακήν κακώς μέσα στο κελί του μεγάλου πύργου, εκεί, στο φοβερό Μπούρτζι, το φρούριο που το έτρεμαν οι εχθροί των Βενετών και ξόρκιζαν την τύχη τους μην τύχει και ποτέ βρεθούν πίσω απ’ τα χοντρά του τείχη.
Το κελί, που την έριξαν, δεν είχε παρά μονάχα ένα στρώμα καταγής και για τροφή, της έδωσαν ένα μουχλιασμένο ξεροκόμματο. Σε μια γωνιά της άφησαν ένα κανάτι με νερό και τίποτε άλλο. Η μοσχοαναθρεμμένη κόρη ένιωσε τα μέλη της να παραλύουν. Πώς βρέθηκε άραγε εκεί; Ποιος να ήταν ο λόγος που την είχαν συλλάβει; Ευτυχώς, το κιγκλιδόφραχτο παράθυρο ήταν χαμηλά κι έτσι, μπορούσε, για παρηγοριά της, να θωρεί τον ήλιο και τον γαλάζιο ουρανό.
Με τα χέρια της να σφίγγουν τα σιδερένια κιγκλιδώματα, ξέσπασε σε αναφιλητά, μέχρι που άκουσε ένα κτύπημα στην πόρτα και ευθύς αμέσως εμφανίστηκε στην είσοδο του κελιού της ο Βενετσιάνος φρούραρχος.
https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap