Του Εμμανουήλ Χ. Γοργοράπτη,

Πτυχιούχου Θεολογίας,

Γραμματέα του Ο.Δ.Μ.Π. Νομού Ρεθύμνης.

 

Το 1917 η Ελλάδα «χορεύει» μέσα στο στρόβιλο του Εθνικού διχασμού. Αθήνα, Πελοπόννησος, Στερεά και Θεσσαλία αποτελούν το «Κράτος των Αθηνών». Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έχει σε αυτές τις περιοχές την επιρροή του.  Θεσσαλονίκη, βόρεια Ελλάδα, Κρήτη και νησιά του Αιγαίου από τις 16.09.1916 σχηματίζουν άλλη επικράτεια, αυτή της «Εθνικής Αμύνης», με τον Ελευθέριο Βενιζέλο αρχηγό. Για να επικρατήσει ο Βενιζέλος επιστρατεύει τους εφέδρους κάτω από το μεγαλόπνοο όραμα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων.

Σ’ αυτή την επιστράτευση οι Ρεθεμνιώτες πολεμιστές, προσκαλούνται στη πρωτεύουσα του νομού για να καταταγούν. Ντύνονται στρατιωτικά και σχηματίζουν τάγματα. Δύο διμοιρίες από αυτούς τους εφέδρους στρατωνίζονται στο τζαμί  του Αγκεμπούτ Αχμέτ Πασά, στο γνωστό «Κομμένο μιναρέ» ή «Κουτσοτρούλη», δίπλα στον ι. ναό της Κυρίας των Αγγέλων, ο οποίος λειτουργούσε ως ευκτήριος οίκος των Μουσουλμάνων από το 1646 και για 271 συναπτά έτη. Εκτός από το τζαμί επιτάχθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια για τον ίδιο σκοπό, όπως η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, του Αγίου Θεοδώρου του Τριχινά και το τζαμί στη Φορτέτζα.  Το τζαμί είχε επιταχθεί γιατί οι  δύο στρατώνες του Ρεθύμνου είχαν από καιρό γεμίσει (ο ένας κτισμένος από τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά και ο δεύτερος του 1872).

Το βράδυ της Δευτέρας του Πάσχα, 3 Απριλίου του 1917, όμως συνέβη κάτι περίεργο. Το Ρέθυμνο ξύπνησε από δυνατές κωδωνοκρουσίες, πυροβολισμούς και φωνές. Οι Τούρκοι φοβήθηκαν. Κέντρο της αναταραχής ήταν ο περίβολος του «Κομμένου μιναρέ» στη Μικρή Παναγία. Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί, πολίτες οπλισμένοι, γυναικόπαιδα, στρατιώτες συνωστίζονταν στη κεντρική είσοδο του τζαμιού. Εκεί στεκόταν ο Αρχιμ. Γρηγόριος Βοργιαδάκης (1877-1947), πρόσφυγας από το Βατζίκι της Μικράς Ασίας, ένας κληρικός «ψυχωμένος», προστάτης των προσφύγων της μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή,  όπως αναφέρει ο Μιχάλης Παπαδάκης στο βιβλίο του «Το Χρονικό της Κυρίας των Αγγέλων».  Ο ιερέας αγέρωχος, κρατά στο δεξί του χέρι ένα εικόνισμα της Παναγίας. Με τη στεντόρεια φωνή του ψάλλει το «Χριστός Ανέστη».  Το πλήθος ψάλλει μαζί του, κάποιοι κρατούν λαμπάδες και θυμιατά.

Δίπλα του στέκεται ένας στρατιώτης, νέος σε ηλικία, πολύ αδύνατος και αγένειος.  Το ποιος ήταν ο στρατιώτης οι απόψεις είναι πολλές. Μπορούσε να είναι ο Απόστολος Παλιεράκης από τις Καρήνες Αγίου Βασιλείου, ο Στυλιανός Γαβαλάκης από το Αρολίθι, ο Επαμεινώνδας Εφεντάκης από τον Άγιο Βασίλειο, ο Κωνσταντίνος Γιουλούντας από το Καλονύχτι ή ο Γεώργιος Ανδρεαδάκης από τα Ανώγεια Μυλοποτάμου. Συγχρόνως φτάνει  και ένας έφιππος ανώτερος αξιωματικός του Στρατού. Καλεί τον επικεφαλής αξιωματικό του στρατωνισμού και  επιπλήττει για το ότι το πλήθος είχε εισέλθει στο στρατιωτικό κατάλυμα και μάλιστα είχαν ανέβει στη στέγη και το μιναρέ. Ο αξιωματικός στέκεται αμίλητος. Τότε είναι που επεμβαίνει ο παπά  Γρηγόρης Βοργιαδάκης εξαγριωμένος, λέγοντας πως κανείς δε μπορεί να εμποδίσει τους χριστιανούς να ξαναπάρουν μια εκκλησία, που οι Τούρκοι την είχαν αφαιρέσει βιαίως από τους προγόνους των Ρεθεμνιωτών. Ταυτόχρονα κάνει αναφορές στο Αρκάδι και στην Αγία Σοφία, θέματα που ενισχύουν το θρησκευτικό και φυλετικό μίσος του πλήθους κατά των Τούρκων.

Στρέφεται στον στρατιώτη και τον ρωτά : «Πες τι είδες, για να ακούσει και ο κ. αξιωματικός!!!» Και ο στρατιώτης διηγείται πως για τρία βράδια έβλεπε στον ύπνο του ότι κοντά στο κρεβάτι του ήταν κρυμμένο ένα εικόνισμα και πως μια μαυροφορεμένη γυναίκα του έλεγε να ανοίξει το μέρος και να το βρει. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, αλλά το όνειρο επαναλήφθηκε και τα επόμενα βράδια. Την βραδιά της Δευτέρας του Πάσχα, εμφανίστηκε ξανά η γυναίκα στο όνειρό του, αυτή τη φορά με μαστίγιο και μάλωνε το στρατιώτη γιατί την είχε παρακούσει. Ο στρατιώτης ξυπνά τρομαγμένος. Καλεί το παπά Γρηγόρη και αφού του εξιστορεί το όνειρο, του υποδεικνύει το σημείο που η γυναικά έδειχνε. Πράγματι στο σημείο αυτό βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας και ένα σπασμένο καντήλι δίπλα της.

Οι καμπάνες αμέσως ξεκινούν να ηχούν χαρμόσυνα και ο κόσμος μαζεύεται για να δει το «θαύμα». Ο θαλαμάρχης του στρατωνισμού επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του στρατιώτη και υποδεικνύει, ως σημείο ευρέσεως της εικόνας, το πρώτο σκαλοπάτι του ξύλινου άμβωνα, που έβγαινε ο Χότζας και κήρυττε το λόγο του στους Μουσουλμάνους.

Ο έφιππος στρατιωτικός ακούει τα όσα εξιστορεί ο στρατιώτης  διατάζει όμως το πλήθος να διαλυθεί «ησύχως». Κάμποσοι άνδρες από τους συγκεντρωμένους, που είναι ζωσμένοι με όπλα, με άγριο ύφος λένε στον αξιωματικό πως δεν έχουν σκοπό να αποχωρήσουν από το σημείο, παρά μόνο σκοτωμένοι! Ο κόσμος ξεκινά να απειλεί τον αξιωματικό, ο οποίος αποχωρεί προκειμένου να λάβει οδηγίες από τους ανωτέρους του. Το πλήθος παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας και τη Τρίτη του Πάσχα (4 Απριλίου 1917) συγκεντρώνεται κόσμος και από τα γύρω χωριά, που έχουν μάθει για το θαυμαστό γεγονός. Ο π. Γρηγόρης Βοργιαδάκης τα έχει καταφέρει!

Μετά από τέσσερεις ημέρες δίδεται εντολή να αποχωρήσουν οι στρατιώτες από το μιναρέ και έτσι «καταλήφθηκε» η εκκλησία από τους Χριστιανούς! Ο δε στρατωνισμός μεταφέρθηκε στην ημιτελή εκκλησία των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων.

 

Ήταν όντως θαύμα ;

 

Εκτός όμως από την εκδοχή του θαύματος, υπάρχει ακόμα μια άποψη που αν και αποτελεί μειοψηφία ίσως, αξίζει να αναφερθεί. Ο έμπορος αποικιακών Γεώργιος Σαρμάνης από το Φουρφουρά Αμαρίου, βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, θέλησε να ξανακάμει χριστιανική, την εκκλησία που οι Τούρκοι είχαν καταλάβει, τη Κυρία των Αγγέλων. Αρχικά, αφού ήλθε σε συνεννόηση με το παπά Γρηγόρη, κάποιους επίστρατους και την οικογένεια του Κωνσταντίνου Μοάτσου, που προμήθευσε την εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, έβαλε εμπρός το έξυπνο σχέδιό του. Η εικόνα και το σπασμένο καντήλι τοποθετήθηκαν στο σκαλοπάτι του άμβωνα από ένα στρατιωτικό, εκεί που ο δασκαλεμένος στρατιώτης έκαμε πως τα βρήκε τη νύχτα της Δευτέρας του Πάσχα. Μάλιστα την εικόνα αυτή η οικογένεια Μοάτσου την πήρε πίσω μετά τα γεγονότα και αφού την κάλυψε με φύλλο ασημιού και έγραψε επάνω «Αφιέρωμα οικογενείας Κωνσταντίνου Δ. Μοάτσου» την επέστρεψε στον ι. ναό. Στην εικόνα (0,52 Χ 0,38)  αυτή, που φυλάσσεται σήμερα στο δεξί προσκυνητάρι του ι. ναού κάτω από τη Θεοτόκο εικονίζονται  ακόμη ο Προφήτης Ζαχαρίας, ο Άγιος Ελευθέριος, ο Άγιος Στυλιανός και οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη. Με τη παραπάνω άποψη συμφωνεί και ο Μουχαρέμ Ουζάλ Νουμανάκης,  που σε επιστολή του στις 20.12.1963 αναφέρει πως το τέμενος του Κομμένου μιναρέ «αυθαιρέτως καί αδικαιολογήτως» μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό.

Λίγες δε, πια μέρες μετά την 3η Απριλίου του 1917 και αφού αποχώρησε το στρατιωτικό τμήμα, ένα πρωινό μαζεύτηκε πλήθος κόσμου και σε κατάσταση υστερίας μέσα σε λίγες ώρες κατεδάφισε το κομμένο μιναρέ. Μερικοί χωροφύλακες εστάλησαν για να αποτρέψουν τη καταστροφή, αλλά κατόπιν του γεγονότος ισχυρίστηκαν, πως κινδύνευσε η ζωή τους και αποχώρησαν βιαίως.

Ένας Ρεθεμνιώτης ούρλιαζε «Μη χαλάτε το μιναρέ, θα τον κάμωμε καμπαναριό», αλλά ο όχλος είχε άλλα σχέδια και ισοπέδωσε το «Κουτσοτρούλη». Όταν επικράτησε η τάξη οι επίτροποι του ι. ναού, πρωτοστατούντος του Γεώργιου Σαρμάνη, καθάρισαν το χώρο από τα μπάζα. Μάζεψαν όσο οικοδομικό υλικό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και αφού μελέτησαν τα θεμέλια του νότιου κατεστραμμένου κλίτους ξεκίνησαν την αναστήλωση του ναού.