Το συμβάν που θα σας διηγηθώ συνέβη αρχές Φερβουαρίου του '15. Έμενα με τον άντρα μου σε ένα σπίτι στο χωριό Χωραφάκια (περίπου 20 χλμ από τα Χανιά). Στο σπίτι αυτό μετακομίσαμε Ιούνιο του '14. Το χωριό αυτό το καλοκαίρι αποτελεί τουριστικό προορισμό και αρκετός κόσμος το επισκέπτεται. Το Χειμώνα όμως, ζήτημα να μένουν μόνιμα 50 κάτοικοι με αποτέλεσμα να μην έχω γείτονες κοντά μου.

Παρά το γεγονός πώς έμενα συχνά στο σπίτι μόνη τα βράδια, παρέα με το σκυλάκι μου τη Ρεάλ, είχα συνηθίσει και δεν φοβόμουν. Φτάνοντας στο περιστατικό, θέλω να σημειώσω πώς όταν ήμουν 5-6 ετών είχα βιώσει ακόμα ένα περιστατικό μαζί με την κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη αδερφή μου η οποία είδε ότι κι εγώ, και θα διηγηθώ σε άλλη καταχώρηση.

Φεβρουάριος μήνας λοιπόν και έχουμε αποφασίσει να μετακομίσουμε. Σε δύο βδομάδες θα φεύγαμε από το σπίτι. Σημειωτέον μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε συμβεί το παραμικρό.

Αφήναμε λοιπόν ανοιχτή την πόρτα του δωματίου, για να πηγαίνει η Ρεάλ για νερό ή τροφή. Όποτε πήγαινε, επέστρεφε στο κρεβάτι και έκανε πάντα κύκλους, πηγαινοερχόταν, για να βολευτεί.

Το βράδυ εκείνο ήρθε πολύ απότομα στο κρεβάτι, μπήκε κάτω από το πάπλωμα, και έμεινε ακίνητη. Άκουσα έναν πολύ δυνατό ψίθυρο να προέρχεται από το άνοιγμα της πόρτας και το αίμα μου πάγωσε γιατί κοιμόμουν από τη δεξιά μεριά και ήμουν δίπλα στην πόρτα.

Είδα τον άντρα μου να γυρνάει προς εμένα και να ανοίγει τα μάτια. "Σε ξύπνησε η Ρεάλ;" τον ρώτησα. "Ναι" απαντάει. "δεν άκουσες τίποτα;" ρωτάω ξανά.

"Άκουσα έναν ψίθυρο να λέει το όνομά σου" μου λέει. Το πρωί πια, μου είπε πώς στην αρχή είπε ότι τον ξύπνησε η Ρεάλ γιατί ήξερε ότι θα φοβηθώ. Εγώ άκουσα μόνο έναν δυνατό ψίθυρο όμως δεν ξεκαθάρισα τι είπε. Δεν άκουσα να λέει το όνομά μου. Σηκώθηκε να δει, αλλά δεν είδε κάτι. Η ώρα πρέπει να ήταν γύρω στις 5 το πρωί.

Πίστεψα ότι ίσως ήταν ο παππούς μου (τον χάσαμε το '11 που έλειπα για σπουδές και δεν πήγα στην κηδεία, δεν τον αποχαιρέτησα).

Μετά από μία εβδομάδα και ενώ σχεδόν ξημέρωνε, φορούσα το κλασικό φούτερ ύπνου μου ξαπλωμένη μπρούμυτα. Η Ρεάλ κοιμόταν ανάμεσα σε μένα και τον άντρα μου. Ένιωσα έναν αέρα μέσα στο φούτερ, στην πλάτη, να το σηκώνει και να το αφήνει. 2-3 φορές. Ξεκίνησα να λέω το πάτερ ήμων (ενώ δεν είμαι ιδιαίτερα θρήσκα μπορώ να πω) και δεν σταματούσε. Απελπίστηκα και γύρισα ανάσκελα, και έτσι σταμάτησε.

Μέχρι να φύγουμε από το σπίτι δεν συνέβη κάτι άλλο, ούτε στο επόμενο σπίτι μετά από αυτό.