Πηγαίνοντας στο Νεραϊδόσπηλιο, στους Αστρακούς Πεδιάδος, είχε ξυπνήσει μέσα μου μια μικρή, πολύ μικρή κρυφή ελπίδα, ότι θα δω επιτέλους τις Νεράιδες ή έστω απ' αυτές, ένα σημάδι τους, ας πούμε. Κι ότι θα εκπληρωθεί έτσι ένα παιδικό μου όνειρο που μου είχε στοιχίσει πολλούς κόπους, ξενύχτια και περπάτημα στο παρελθόν. Μια ελπίδα σαν κι αυτή που έχουν όλοι οι μεγάλοι, που δεν έχουν σκοτώσει ακόμα το μικρό παιδί μέσα τους, ότι ο Άγιος Βασίλης θα 'ρθει αυτή την Πρωτοχρονιά και θα τους φέρει το δώρο τους. Ότι όλα αυτά τα ωραία και αγνά παραμύθια που πιστέψαμε ως παιδιά δε μπορεί να 'ναι ολότελα ψέματα. Κάπου πρέπει να υπάρχει μια δόση αλήθειας, η έστω αληθοφάνειας. «Ας ήταν να δω έστω και μια απ' αυτές» σκεφτόμουν, καθώς κατηφόριζα το μονοπάτι, «κι ας είναι μόνο για μια στιγμή, όσο διαρκεί ένα ανοιγόκλεισμα ματιών». Κι ας ήξερα ότι θα διαψευστώ για άλλη μια φορά, δε μπορούσα (ή μάλλον δεν ήθελα) να σκοτώσω αυτή τη μικρή ελπίδα μέσα μου. «Δε βαριέσαι» σκεφτόμουν, «έχω διαψευστεί και έχω απογοητευτεί τόσες φορές στο παρελθόν αναζητώντας τις, που μια φορά πάνω ή κάτω δεν έχει πια καμιά ιδιαίτερη σημασία». Τις Νεράιδες αναζητούσα λοιπόν στο Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών, έναν απ' τους πολλούς Νεραϊδόσπηλιους της Κρήτης και ένα από τα πολλά μέρη που αναφέρονται ως τόποι εμφάνισής τους. Οι θυγατέρες του Νηρέα στην αρχαιότητα, οι νύμφες των νερών, μετονομάστηκαν σε Νεράιδες και με το όνομα αυτό πέρασαν στη Νεοελληνική λαϊκή μας παράδοση. Ο λαός μας τις θεωρεί ως γυναίκες εξαίρετου κάλλους και ομορφιάς, με μακριά μαλλιά, με κάτασπρη σάρκα που φεγγοβολά στο σκοτάδι και το διασπά, ντυμένες με άσπρο αραχνοΰφαντο πέπλο. Η όψη τους είναι γλυκιά, οι κινήσεις τους αέρινες και το τραγούδι κι ο χορός τους σαγηνεύουν τους ανθρώπους. Δεν είναι ορατές όμως απ' όλους τους ανθρώπους, παρά μόνον απ' τους "αλαφροΐσκιωτους" και τους "Σαββατογεννημένους". Ζουν κοντά στη φύση, ιδιαίτερα όμως τους αρέσουν τα μέρη με πολλά νερά, δροσιά, δέντρα και λουλούδια. Οι τόποι εμφάνισής τους σχετίζονται άμεσα με τους τόπους λατρείας των αρχαίων νυμφών, των Νηρηίδων, που γινόταν σε τρίστρατα, σε δισταύρια, σε σπηλιές, σε πηγές, σε ποτάμια ή κοντά στη θάλασσα. Αγαπούν ιδιαίτερα το χορό, τη μουσική και τα τραγούδια και είναι ιδιαίτερα προκλητικές την ώρα του χορού τους. Κυριολεκτικά, εκείνη την ώρα, μαγεύουν τους (τυχόν) περαστικούς, μαγνητίζοντας τα βλέμματα και το μυαλό τους. Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα γενικά χαρακτηριστικά των Νεράιδων, όπως εξελίχθηκαν και διαμορφώθηκαν από την αρχαιότητα (Νηρηίδες) ως τις μέρες μας(Νεράιδες). Από 'κει και πέρα όμως, οι παραδόσεις και οι θρύλοι που σχετίζονται μ' αυτές είναι τόσο πολλοί, με τόσες παραλλαγές από τόπο σε τόπο (καθώς η μυθοπλαστική φαντασία του λαού μας είναι τεράστια και δεν μπορεί ν' αφήσει τίποτα στην τύχη, τίποτα να γίνει μόνο του), ώστε κάθε μέρος που αναφέρεται ως τόπος εμφάνισής τους να έχει τη δική του μοναδική, ξεχωριστή, διαφορετική ιστορία. Τη δική του ιδιαιτερότητα. Ας αφήσουμε όμως το θρύλο του Νεραϊδόσπηλιου των Αστρακών να ξετυλιχθεί μπρος τα μάτια μας, μεταφέροντάς μας συγχρόνως σε μια άλλη εποχή, στην εποχή που "υπήρχαν" οι Νεράιδες και οι άνθρωποι (ιδίως οι άντρες), τις έβλεπαν, τις ερωτεύονταν ή τις φοβόταν κι ας προσπαθήσουμε μετά μαζί να καταλάβουμε γιατί σήμερα δεν υπάρχουν πια. Εξαφανίστηκαν όπως και τόσα άλλα είδη από τούτο τον πλανήτη ή εμείς χάσαμε τη δυνατότητα να τις βλέπουμε; Να "βλέπουμε" και "κάτι" παραπέρα από το τυπικό είδωλο που αποτυπώνεται στον αμφιβληστροειδή του ματιού μας; Λέει λοιπόν ο θρύλος, όπως τον κατέγραψε ο Βασίλης Γ. Χαρωνίτης στο βιβλίο του "Η Κρήτη των Θρύλων" (τόμος Β') ότι στο Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών που βρίσκεται μέσα στο φαράγγι του Καρτερού, πήγαιναν οι Νεράιδες και χόρευαν. Αυτή την υποβλητική σπηλιά, με τις πολλές πηγές, τα κρύα νερά, τα δέντρα και τα πλατάνια γύρω γύρω, που είναι κάπως αποκομμένη από τη γύρω περιοχή. εξαιτίας του ότι βρίσκεται μέσα στο φαράγγι, είχαν διαλέξει για τόπο τους οι Νεράιδες! Ώσπου μια νύχτα, ένας νέος, καλός λυράρης, άκουσε το τραγούδι τους και από περιέργεια μπήκε στη σπηλιά. Κι εκεί τις είδε! Οι Νεράιδες, με ξέπλεκα μαλλιά, πεπλοντυμένες, λουσμένες στο φως μιας αιώνιας άνοιξης, χόρευαν! Η λάμψη τους διασπούσε το σκοτάδι, το τραγούδι τους του χάιδευε τ' αυτιά και τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τον "αέρινο" χορό τους. Συνεπαρμένος απ' όλα τούτα τα πρωτόγνωρα που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του, έπιασε χωρίς να το καταλάβει τη λύρα του και τις συνόδεψε στο χορό. Οι Νεράιδες ακολούθησαν το παίξιμό του και ξετρελάθηκε ο νέος από τα όσα γίνηκαν μπροστά του. Την αυγή, άμα χάθηκαν οι Νεράιδες, ο λυράρης δεν ήξερε αν έζησε ένα όνειρο ή αν πραγματικά συνόδεψε τις Νεράιδες στο χορό τους με τη λύρα του. Μα το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ, οδηγημένος από κάποια αόρατη δύναμη, βρέθηκε πάλι στη σπηλιά και με τη λύρα του έπαιζε ασταμάτητα για τις Νεράιδες που χόρευαν. Σιγά σιγά, η ματιά του σταμάτησε πάνω σε μια απ' αυτές και δεν χόρταινε να την κοιτάζει! Ήταν ερωτευμένος μαζί της! Όταν το συνειδητοποίησε, πήγε σε μια γριά πολύξερη και ζήτησε τη βοήθειά της. Η γριά, αφού τον άκουσε με προσοχή, του είπε πως άμα πλησιάζει η ώρα να λαλήσουν οι πετεινοί (οπότε χάνονται οι Νεράιδες), ν' αρπάξει από τα μαλλιά εκείνη που αγαπούσε και να μην την αφήσει με κανέναν τρόπο. Ήρθε το βράδυ και ο νέος πήρε τη λύρα του και πήγε στη σπηλιά, όπου άρχισε να παίζει όσο γλυκύτερα μπορούσε, χορευτικούς σκοπούς. Σε λίγο, παρουσιάστηκαν οι Νεράιδες και πιάστηκαν στο χορό. Λίγο προτού λαλήσουν οι πετεινοί, ο νέος άφησε τη λύρα του και έκαμε όπως τον είχε συμβουλέψει η γριά. Η Νεράιδα αντιστάθηκε με λύσσα, αγρίεψε, έβαλε τις φωνές, μα τίποτα! Ο νέος την κρατούσε γερά! Άρχισε τότε να μεταμορφώνεται πότε σε σκύλο, πότε σε φωτιά, πότε σε φίδι, πότε σε καμήλα, αλλά ο λυράρης την κρατούσε γερά από τα μαλλιά και δεν την άφηνε. Ξαφνικά, λάλησαν οι πετεινοί κι οι άλλες Νεράιδες εξαφανίστηκαν. Τότε εκείνη που κρατούσε ο νέος ξανάγινε πανέμορφη, όπως ήταν πριν και τον ακολούθησε στο σπίτι του. Έζησε μαζί του ένα χρόνο, του γέννησε ένα γιο, αλλά τη μιλιά της δεν την άκουσε ποτέ! Δυστυχισμένος καθώς ήταν ο νέος λυράρης με τη βουβαμάρα της Νεράιδας - γυναίκας του, μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να την κάνει να μιλήσει, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Ξαναπήγε λοιπόν στη γριά και της ζήτησε τη συμβουλή της. Εκείνη του ορμήνεψε να πυρώσει καλά το φούρνο κι ύστερα να πάρει το παιδί από τα χέρια της γυναίκας του, να κάνει πως θα το πετάξει μέσα στο φούρνο και να πει: "Δε μου μιλείς; Τότε ρίχνω κι εγώ το παιδί σου στο φούρνο". Ακολούθησε πιστά τη συμβουλή της, μα τη στιγμή που έκανε ότι θα έριχνε το παιδί στη φωτιά, η Νεράιδα χίμηξε πάνω του σέρνοντας φωνή: "Μη σκύλε το παιδί μου!". Του τ' άρπαξε από τα χέρια και έγιναν άφαντοι, μάνα και παιδί μαζί. Απελπισμένος τους αναζήτησε με φωνές, παρακάλια και κλάματα, αλλά μάταια. Η Νεράιδα - μάνα και το παιδί, δεν ξαναφάνηκαν πια. Πήγε λένε στις αδελφές της, αλλά αυτές δεν τη δέχτηκαν. Δεν της συχώρεσαν το ότι άφησε άνθρωπο και την άγγιξε και τη μόλυνε. Γι' αυτό αναγκάστηκε και πήγε λίγο πιο πέρα σε μια βρύση που τη λένε Λούτρα. Εκεί τη βλέπουν δυο - τρεις φορές το χρόνο να κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της και να κλαίει. Οι άλλες εξακολουθούν να χορεύουν και να τραγουδούν, χωρίς όμως να έχουν πια λύρα να τις συνοδεύει και χωρίς την αδελφή τους. Η Νεράιδα - μάνα κάθεται λυπημένη παραπέρα και κλαίει. Τα δάκρυά της πέφτουν πάνω στο νερό και το θολώνουν, γι' αυτό τα νερά του Νεραϊδόσπηλιου εμφανίζονται θολά πότε - πότε.