Για το τραπεζικό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων ο Σέφερτ λέει : «Οι τραπεζίτες ονομάζονταν έτσι γιατί κάθονταν σε τραπέζια στις αγορές ο οποίες ήταν το κέντρο όλων των επιχειρηματικών συναλλαγών. Δρούσαν σαν ανταλλάκτες χρημάτων παίρνοντας την προμήθειά τους ανταλλάσσοντας χρήματα ή χρυσό σε μικρότερα νομίσματα ή σε νομίσματα άλλων περιοχών ή και χωρών. Επίσης δρούσαν σαν δανειστές σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα. Επίσης λάμβαναν χρήματα ως κατάθεση. Οι άνθρωποι έδιναν τα χρήματά τους στους τραπεζίτες είτε για ασφάλεια  είτε για την διαχείρησή τους από τους τραπεζίτες. Οι καταθέτες ανάλογα με την συμφωνία που είχαν κάνει μπορούσαν όποτε ήθελαν να κάνουν ανάληψη των χρημάτων τους ή να εξουσιοδοτήσουν τον τραπεζίτη τους να κάνει πληρωμές σε τρίτο άτομο. Γι’ αυτό το λόγο οι τράπεζες ήταν σημαντικές. Αν κάποιος πολίτης είχε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο διαχειριζόταν για τις δουλείες του είναι πιο πιθανό να προτιμούσε να το βάλει στην τράπεζα και να ορίσει τον τραπεζίτη ως υπεύθυνο να κάνει τις πληρωμές. Οι τραπεζίτες τηρούσαν αυστηρά τους λογαριασμούς για όλα τα χρήματα που τους είχαν κατατεθεί. Εάν ένα άτομο έκανε μία πληρωμή σε κάποιο άλλο άτομο το οποίο ήταν καταθέτης στην ίδια τράπεζα ο τραπεζίτης απλά έκανε την μεταφορά από τον ένα λογαριασμό στον άλλο. Οι τραπεζίτες ήταν γνωστοί στην κοινωνία λόγω της ενασχόλησής τους και είχαν φυσικά μεγάλη πείρα στις επιχειρήσεις. Συνεπώς η συμβουλή και η βοήθειά τους ζητούνταν συχνά για κοινά θέματα της καθημερινότητας.