Ήμουν θυμάμαι στα Τρίκαλα εκείνη την περίοδο. Ήταν τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού ή λίγο πριν αποχαιρετίσουμε τον Μάιο. Ο καιρός ήταν κατά τη διάρκεια της μέρας πολύ καλός αλλά μόλις έπεφτε το βράδυ η ψύχρα γινόταν αισθητή επάνω στο δέρμα σου.

 

Εκείνη τη μέρα αποφάσισα να πάω στο στάδιο για να παρακολουθήσω αγώνες στίβου που πραγματοποιούνταν στην πόλη. Οι αγώνες τελείωσαν αρκετά αργά. Πρέπει να ήταν περίπου 23:30 όταν έφυγα από το στάδιο.

 

Το σπίτι μου ήταν σχεδόν έξω από τα Τρίκαλα, λίγο μετά τη πυροσβεστική, στους πρόποδες του λόφου που βρισκόταν τότε και ο ζωολογικός κήπος. Αρκετά μακριά από το στάδιο που ήμουν, αλλά μιας και ο καιρός ήταν αρκετά καλός, αποφάσισα να επιστρέψω με τα πόδια.

 

Για να φτάσω πιο γρήγορα, αποφάσισα να μην πάω από το κέντρο αλλά μέσα από στενά, πίσω από μια στρατιωτική σχολή που έχει η πόλη. Θυμόμουν ότι οι δρόμοι ήταν καλά φωτισμένοι και σκέφτηκα πως δε θα αντιμετώπιζα κάποιο πρόβλημα παρόλο το περασμένο της ώρας.

 

Δε φανταζόμουν όμως τι επρόκειτο να αντιμετωπίσω...

 

Οι δρόμοι ήταν άδειοι.  Η υγρασία στην ατμόσφαιρα γινόταν ορατή στο φως των λαμπών που ήταν τοποθετημένοι αραιά επάνω στο πεζοδρόμιο που βάδιζα και η ησυχία που επικρατούσε απαραίτητη για τα αυτιά μου, που είχαν ταλαιπωρηθεί τόσες ώρες από τις ζητωκραυγές στο στάδιο. Ησυχία όμως που δε θα κρατούσε για πολύ.

 

Καθώς βάδιζα απολαμβάνοντας την όμορφη νύχτα άκουσα ένα περίεργο θόρυβο, ο οποίος μου τράβηξε κατευθείαν την προσοχή. Ακουγόταν σαν γρύλισμα σκύλου ή καλύτερα λύκου θα έλεγα. Όσο προχωρούσα τόσο πιο κοντά ακουγόταν ο ήχος. Επειδή υπήρχε ο ζωολογικός κήπος στην περιοχή φοβήθηκα μήπως το είχε σκάσει από το κλουβί του κάποιος λύκος και μου επιτεθεί. Αλλά καθώς πλησίαζα περισσότερο, κατάλαβα ότι ο ήχος του λύκου προερχόταν από μία μονοκατοικία μερικά μέτρα μακριά μου, στα δεξιά του δρόμου.

 

 

 

 

 

Μπροστά στην μονοκατοικία υπήρχε μια αυλή με ελάχιστη θαμνώδη βλάστηση. Τα φώτα της ήταν αναμμένα σε όλα τα δωμάτια, ο φωτισμός  όμως ήταν θαμπός, σα να τον κατάπινε η υγρασία της πόλης. Έξω στην αυλή, ακριβώς μπροστά από την εξώπορτα της μονοκατοικίας, καθόταν μια γυναίκα, μεγάλη σε ηλικία, μαζί με ένα μικρό αγοράκι, περίπου 10 -12 ετών θα έλεγα.

 

 

 

 

Η γυναίκα, όσο μπορούσα να διακρίνω, είχε ανακατεμένα μαλλιά που έφταναν μέχρι τους ώμους και ένα διαβολικό χαμόγελο που το συμπλήρωνε η όλο πονηριά και ικανοποίηση έκφραση των ματιών της. Δεν ήταν ψηλή και είχε αρκετά κιλά. Παρόλο που υπήρχε ικανοποιητικός φωτισμός και μπορούσα να δω το πρόσωπό της, δε μπόρεσα να συγκρατήσω τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της. Θυμάμαι μόνο ότι ο ρουχισμός της ήταν φαρδύς και σκουρόχρωμος.

 

Το αγοράκι στεκόταν μπροστά της και έβγαζε τις κραυγές του λύκου που άκουγα! Όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο έντονα. Και η γυναίκα το κοιτούσε με ικανοποίηση και με το βλέμμα της ένιωθα ότι το παρότρυνε να συνεχίσει, να τα καταφέρει καλύτερα.

 

Όταν πλέον είχα φτάσει έξω από την αυλή του σπιτιού, η οποία ήταν περιφραγμένη με ένα χαμηλό σε ύψος τοίχο με κάγκελα, είδα ότι η γυναίκα και το παιδάκι, το οποίο συνέχιζε να βγάζει τις κραυγές του λύκου, άρχισαν να πλησιάζουν προς το μέρος μου!

 

Πανικοβλήθηκα και άρχισα να τρέχω. Άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα μέχρι που έφτασα στο σπίτι μου. Δε κοίταξα ποτέ πίσω μου να δω τι έκαναν η γυναίκα και το παιδί. Ο φόβος μου ήταν μεγάλος. Μπήκα μέσα στο σπίτι, άναψα όλα τα φώτα και προσπάθησα να  ηρεμήσω και να ξεχαστώ. Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ.

 

Μετά από δύο ή τρεις μέρες αποφάσισα να ξαναπεράσω από εκείνο το δρόμο και να δω το σπίτι. Φυσικά, όλο αυτό το επιχείρημα το έκανα κατά τη διάρκεια της μέρας.

 

Όταν έφτασα στο σπίτι με περίμενε ακόμη μια έκπληξη... Η μονοκατοικία έμοιαζε εγκαταλελειμμένη καιρό. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν σχεδόν κατεστραμμένα και τα παντζούρια κρεμόταν ξεφλουδισμένα από το πέρασμα του χρόνου. Στα παράθυρα του δωματίου που βρισκόταν στα δεξιά της εξώπορτας, του σημείου όπου πρωτοαντίκρισα τη περίεργη γυναίκα με το παιδάκι, υπήρχαν καρφωμένες σανίδες, με μεγάλα κενά μεταξύ τους, για να κλείνουν την είσοδο...

 

Κι όμως, εγώ το είδα να φωτίζεται. Είδα τη περίεργη αυτή γυναίκα με το διαβολικό χαμόγελο και το παιδάκι να κάνει το λύκο...Τους είδα και τους άκουσα...

 

Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ήταν αυτό που είδα... Ξέρω όμως ότι δε πρόκειται να περάσω ξανά πότε βράδυ από εκείνο το σημείο...