Ιδού τι γράφει ο Παναγιώτης Μπάκας, ο οποίος εργάσθηκε στην ανασκαφή, για την εύρεση των λειψάνων τού Αγίου Ραφαήλ. " Ήμουν από τούς πρώτους εργάτες πού αναλάβαμε την ανασκαφή. Εργάσθηκα με τόσο ενδιαφέρον και με τόση λαχτάρα σαν κάποιος νά μου έδινε δύναμη πού ούτε κόπο ένοιωθα, ούτε κούραση, ούτε ζέστη, ούτε τίποτα. Δουλεύαμε μούσκεμα στον ιδρώτα, σκάβοντας χώματα πού είχαν νά σκαφτούν 500 περίπου χρόνια ! Στις 9 Μαΐου 1961 το βράδυ, σαν κοιμήθηκα, είδα στον ύπνο μου πολύ ζωντανά, ότι βρισκόμουν στις Καρυές και το μέρος αυτό ήταν δασώδες. Σαν νά ήταν εκεί τότε ένα μοναστήρι, μα πολύ παράξενο όμως...Βρισκόμουν στο πίσω μέρος αυτού τού μοναστηριού όταν άκουσα φωνές και φασαρίες, σαν κάτι νά γινόταν... Ξαφνικά βλέπω κάτι ανθρώπους άλλης εποχής, με παράξενα ρούχα και σαρίκια στο κεφάλι. Ήσαν αρκετοί, κι΄ είχαν έναν άνθρωπο ριγμένο στο χώμα πού τον χτυπούσαν και τον έβριζαν, μα δεν καταλάβαινα ακριβώς τι έλεγαν. Σε μία στιγμή, βλέπω αυτόν πού τον χτυπούσαν νά πετάγεται όρθιος, μου φάνηκε σαν νά ήταν παπάς, και με μία γρήγορη κίνηση νά τραβάει από τον λαιμό του έναν μεγάλο Σταυρό και δείχνοντάς τον νά τούς φωνάζει, " Εμείς αυτόν προσκυνούμε, και ποτέ δεν θα τον εγκαταλείψουμε !..." Τότε, όλοι εκείνοι, πέφτουν επάνω του σαν λυσσασμένοι τραβώντας τον και σέρνοντάς τον καταγής. Εγώ, τρέμοντας από τον φόβο μου, με πολύ μεγάλη προφύλαξη κατάφερα νά απομακρυνθώ από εκεί, και νά κρυφτώ στην κουφάλα ενός δένδρου..." Διαβάζοντας τα παραπάνω περιστατικά, βλέπουμε ότι αυτά τα ειδικά όνειρα επιστροφής σε παλαιότερους χρόνους, παρουσιάζονται στον άνθρωπο, μέσω μίας καθ΄ ύπνων πνευματικής προσέγγισης τού "επισκέπτου - πνεύματος" προς το πνεύμα ενός άλλου κοιμωμένου ανθρώπου, μεταφέροντας συνήθως πληροφορίες και προειδοποιήσεις αξιοπρόσεκτες για περασμένα περιστατικά τού κόσμου τούτου... Ή παρουσίαση γεγονότων πού έγιναν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια πριν, ή απεικόνιση τοπίων και πόλεων καθώς και ανθρώπων εκείνης τής εποχής με όλες τις ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες τής φυλής και τού έθνους των, καθώς και οι μεταξύ των συνομιλίες, οφείλονται, το δίχως άλλο, σ΄ έναν γιγαντιαίο "μηχανισμό" ξετυλίγματος τού παρελθόντος πού μόνο όμως αν είναι, αποδεδειγμένα εκ Θεού, οφείλουμε νά τον θεωρήσουμε αξιόπιστο ! Λίγες μέρες αργότερα, ο κ. Παναγιώτης Μπάκας, σημειώνει, " Δεν είχα πει το όνειρό μου σε κανένα, επί αρκετές μέρες, μόνο έλεγα όταν άκουγα για όνειρα, ότι σάς πιστεύω. Εν τούτοις είχα και κάποια αμφιβολία... Αλλά από ένα περιστατικό κι΄ έπειτα, έγινα άλλος άνθρωπος. Αδιαφορούσα για τον θάνατο, γιατί ήμουν υπερβέβαιος ότι ή ζωή μας συνεχίζεται και μετά θάνατο !... Στις 2 Ιουλίου 1961 , ενώ μαγείρευε ή γυναίκα μου, ανέβηκα στον επάνω όροφο για νά κατεβάσω λίγο βούτυρο. Αυτό πού καταθέτω σήμερα δεν μου συνέβη σε όνειρο, ούτε ήμουν και ζαλισμένος. Ήμουν πολύ καλά, και ξύπνιος ! Ανοίγοντας την πόρτα στο επάνω σπίτι και μπαίνοντας βιαστικά μέσα, ξαφνικά μαρμάρωσα. Ένας άνθρωπος, ντυμένος με Δεσποτική στολή, ολοζώντανος, βρισκόταν απέναντί μου, γεμάτος φως. Με ευλόγησε κουνώντας χαρακτηριστικά το χέρι του. Τον κοίταζα παγωμένος. Εκείνος τραβήχτηκε προς τα πίσω, μ΄ ένα μικρό χαμόγελο. Άκουσα το π α τ ω μ α νά τ ρ ι ζ ει από το βάρος του, και από τον φόβο μου έφυγα έντρομος προς τα έξω, χάνοντας κυριολεκτικά τα λόγια μου..."