Τους αράπηδες ή Μώρους οι κάτοικοι του Εγρηγόρου θεωρούν κακοποιά στοιχεία ή ξωταρικά. Τα «στοιχειά» αυτά παρουσιάζονται συνηθέστερα σε ερείπια παλιών σπιτιών όπως στο «Πλατανάκι» (παλιός συνοικισμός πριν να κτισθεί το χωριό και βρίσκεται ανατολικά). Σώζονται ακόμη αρκετά ερείπια. «Ένας Πιτσώνης ήρχετο από τη Χώρα και κει που πάαινε βλέπει μια γυναίκα μ΄ ένα παιδί στην αγκαλιά που τον εκολούθα. Άμα πήαν κομμάτι (λίγο διάστημα) της λέει: Εν μου δίνεις το παιδί σου να σε ξεκουράσω; Και κείνη του τώδωκε. Με εκεί που πάαινε έβλεπε πως το παιδάκι έβγαζε τα κανιά του (πόδια του) και πολεμούσε να μπουρδουκλώσει το μουλάρι του. Εκείνος τάχασε. Εν ήξερε ήντα να κάμει. Η μητέρα όμως του παιδακιού τούλεγε «Μη παιδί μου». Έτσι ησύχασαν και επηαίναν στο δρόμο τους. Σαν ήρταν στο δρόμο που χωρίζει κατά τη Πισπιλούντα (χωριό του βορειοδυτικού τμήματος της Χίου) η γυναίκα ζήτησε το παιδί της και του λέει: ΄Εχε χάρη που δεν βλαστήμησες. Αλί σε σένα αν βλαστημάς. Θα γινόσουν κομμάτια. Μάθε το πως η νύχτα είναι δικιά μου. Ήρτεν ο άνθρωπος βουβός από το φόβο του στο χωριό κι΄ ήταν άρρωστος ένα μήνα και από τότες δεν ξαναπερπάτησε τη νύχτα». (Αφήγηση της Καλλιόπης Γ. Κουμέντη, ετών 78, αγράμματη).