ΗΜΟΥΝΑ μικρὸ παιδί, 5 ἐτῶν. Τότε μέναμε σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Τήνου ποὺ λέγεται Καθικάρος.

 

Θυμᾶμαι ἕνα φθινοπωρινὸ πρωϊνὸ ποὺ ὁ πατέρας μου ἔφυγε ἀπὸ τὸ χωριὸ γιὰ νὰ πάη σὲ μιὰ κηδεία, σ᾿ ἕνα διπλανὸ χωριό, τὸ ὁποῖο ἀπέχει ἀπὸ τὸν Καθικάρο γύρω στὴν μισὴ ὥρα μὲ τὰ πόδια, στὸν Τριπόταμο.

 

῾Ο πατέρας μου ὅμως δὲν μὲ πῆρε μαζί του.Εγὼ ἀγαποῦσα πολὺ τὸν πατέρα μου καὶ ἤθελα, ὅπου πηγαίνει νὰ μὲ παίρνη μαζί του, διότι μὲ ἔβαζε στοὺς ὤμους του, κι αὐτὸ μὲ εὐχαρι στοῦσε.

 

Εφ᾿ ὅσον δὲν μὲ πῆρε ὁ πατέρας μου μαζί του καὶ ἔφυγε, ἐγὼ ἀποφάσισα — κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα μου — νὰ πάω νὰ τὸν βρῶ στὸ χωριὸ ποὺ πῆγε, στὸν Τριπόταμο.

 

Πῆρα τὰ μονοπάτια καὶ προχωρώντας ἔφθασα σ᾿ ἕνα σημεῖο, ὅπου ὑπῆρχε ἕνα ρεματάκι, στὸ ὁποῖο ἔτρεχε πολὺ νερό, διότι εἶχε βρέξει προηγουμένως καί, σὰν μικρὸς ποὺ ἤμουν, δὲν εἶχα τὴν δυνατότητα νὰ τὸ περάσω μονομιᾶς, μ᾿ ἕνα πήδημα (σάλτο).

 

Καθόμουν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ ἔκλαιγα, διότι ἤμουν ἀνίκανος νὰ περάσω ἀπέναντι.

 

Οπως καθόμουν σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάστασι, παρατήρησα ὅτι ἀπέναντι ὑπῆρχε μία μικρὴ ἐκκλησούλα, τῆς ὁποίας ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας Γέροντας κατευθυνόμενος πρὸς ἐμένα.

 

Φοροῦσε ἕνα βαρὺ μάλλινο ἐπανωφόρι, ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάπα ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ βοσκοῦ τῶν βουνῶν, κι ἕνα στρογγυλὸ σκουφάκι στὸ κεφάλι του.Ηρθε κοντά μου καὶ μοῦ λέει:

 

— Ποῦ πᾶς, καλό μου παιδί ;...

 

Τοῦ λέω: — Πάω στὸν Τριπόταμο νὰ βρῶ τὸν πατέρα μου, γιατὶ ἔφυγε καὶ δὲν μὲ πῆρε μαζί του, ἐνῶ ἐγὼ ἤθελα νὰ μὲ πάρη...

 

Μοῦ λέει: — Τὸ ξέρει ἡ μητέρα σου ποὺ ἔφυγες ἀπ᾿ τὸ σπίτι;...

 

Λέω: —῎Οχι !...

 

— Δὲν ἔκανες, μοῦ λέει, καλὰ ποὺ ἔφυγες ἀπ᾿ τὸ σπίτι, χωρὶς νὰ τὸ πῆς στὴν μητέρα σου.

 

Τὰ καλὰ παιδιὰ ὅταν φεύγουν ἀπ᾿ τὸ σπίτι ἐ νημερώνουν τὴν μητέρα τους.

 

Τώρα θὰ σὲ βοηθήσω νὰ πᾶς στὸν Τριπόταμο, ἀλλὰ ἄλλη φορὰ νὰ μὴ τὸ ξανακάνης!...

 

Θυμᾶμαι ὅτι μ᾿ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ σὰν νὰ πετάξαμε, βρεθήκαμε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ποταμάκι, ποὺ ἦταν ἀδύνατον γιὰ μένα προηγουμένως νὰ τὸ περάσω.

 

Μὲ κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι σὲ μιὰ ἀπόστασι 400- 500 μέτρων. Φθάσαμε σ᾿ ἕνα σημεῖο, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Τριπόταμος διακρινόταν πλέον καθαρά, ὅπως καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ χωριοῦ.

 

Τότε μοῦ λέει: — Στὴν ᾿Εκκλησία ποὺ βλέπεις, εἶναι αὐτὴ τὴ στιγμὴ μέσα ὁ πατέρας σου. Θὰ πᾶς καὶ θὰ τὸν βρῆς..᾿

 

Εγὼ τὸν εὐχαρίστησα καὶ τοῦ φίλησα τὸ χέρι, γιατὶ ἡ μητέρα μας μᾶς εἶχε μάθει νὰ σεβώμαστε τοὺς γεροντότερους.Μόλις τοῦ φίλησα τὸ χέρι, μὲ χάϊδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ εἶπε:

 

— Πήγαινε στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴν ξεχνᾶς: ὅταν φεύγης ἀπὸ τὸ σπίτι νὰ ἐνημερώνης τὴν μητέρα σου.

 

Μοῦ ξανατόνισε δηλαδὴ αὐτὴ τὴν συμβουλή του, κι ἄρχισα νὰ κατηφορίζω γιὰ τὸ χωριό.

 

Πρὶν καλὰ-καλὰ ξεκινήσω ὅμως, θέλησα νὰ ξαναδῶ τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος ὑποτίθεται, ὅτι θὰ ἀνηφόριζε γιὰ νὰ ἐπιστρέψη στὸ μέρος ποὺ τὸν συνάντησα.

 

Γύρισα τὸ κεφάλι μου, ἀλλὰ δὲν τὸν εἶδα — εἶχε ἐξαφανιστῆ...

 

Αὐτό, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἤμουν τόσο μικρός, μὲ προβλημάτισε.

 

Διότι ἦταν ἀδύνατον νὰ προλάβαινε ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἀνηφορίση τόσο δρόμο ποὺ ὑπῆρχε πίσω μου, σ᾿ ἕνα τόσο ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα.

 

Καὶ ἐνῶ αὐτὴ ἡ ἀπορία μου μὲ βασάνιζε, κατευθύνθηκα πρὸς τὸ χωριό.

 

Πῆγα στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπου πράγματι ἡ ᾿Ακολουθία τῆς κηδείας συνεχιζόταν ἀκόμη, καὶ ἀφοῦ ἔψαξα γιὰ λίγο, ἐντόπισα τὸν πατέρα μου, καθήμενο σ᾿ ἕνα στασίδι στὸ ἀριστερὸ μέρος τῆς ᾿Εκκλησίας.

 

Μόλις ὁ πατέρας μου μὲ εἶδε, ἀναστατώθηκε καὶ μὲ ρωτοῦσε, πῶς βρέθηκα ἐκεῖ πέρα. ᾿

 

Εγὼ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν τοῦ διηγήθηκα τίποτε, ἁπλῶς τοῦ εἶπα ὅτι ἦρθα.

 

Αφοῦ τέλειωσε ἡ κηδεία, πήραμε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. ῞

 

Οταν φθάσαμε στὸ ρεματάκι, κι ἀντικρύσαμε τὴν ἐκκλησούλα, τοῦ εἶπα ὅ,τι ἀκριβῶς μοῦ εἶχε συμβῆ.

 

Τότε μὲ πῆρε ὁ πατέρας μου καὶ μπήκαμε μέσα στὴν ἐκκλησούλα, λέγοντάς μου:

 

— ῎Αν δῆς τὸν Γέροντα, θὰ τὸν γνωρίσης;

 

᾿Εγὼ τοῦ ἀπάντησα καταφατικά.

 

Αρχισε λοιπὸν νὰ μοῦ δείχνη τὶς εἰκόνες, ἐρωτώντας με, ἐὰν ἦταν κάποιος ἀπὸ τοὺς εἰκονιζομένους.

 

Στὴν ἀρχὴ μοῦ ἔδειξε τοῦ Χριστοῦ, μετὰ τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου Προδρόμου. ᾿Εγὼ ἔγνεφα ἀρνητικά.

 

Μοῦ ἔδειξε καὶ τὸν ῞Αγιο Σπυρίδωνα. ᾿Εγὼ ξαφνιάστηκα...

 

— Νά, αὐτὸς εἶναι ὁ Γέροντας, ἔτσι ἀκριβῶς ἦταν μὲ τὸ σκουφάκι του...

 

Τότε ὁ πατέρας μου γονάτισε καὶ προσευχήθηκε.

 

᾿Ανάψαμε τὸ κανδήλι, θυμιάσαμε καὶ ἀφοῦ προσκυνήσαμε, ἐπιστρέψαμε στὸ σπίτι μας.

 

Ολα αὐτὰ τὰ διηγήθηκα καὶ στὴν μητέρα μου.

 

Οἱ γονεῖς μου θεώρησαν, ὅτι προστάτης μου ῞Αγιος, εἶναι ὁ ῞Αγιος Σπυρίδωνας.

 

᾿Απὸ τότε πηγαίναμε κάθε χρόνο στὴν Θ. Λειτουργία, στὴν μνήμη του, ἐνῶ κάθε Σάββατο, ἀνάβαμε τὰ κανδήλια καὶ περιποιούμασταν τὸ ἐκκλησάκι. Μέχρι σήμερα θεωρῶ τὸν ῞Αγιο προστάτη μου...

 

 

Περιοδικό ''Αγ.Κυπριανός''αριθ.233/Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1989,σελ.125-126