Είχα βγει στις Σέρρες για ένα ποτό και γυρνούσα στο χωριό μου.  Όλη την μέρα έβρεχε πολύ και οι δρόμοι ήταν χάλια. Ευτυχώς στην επιστροφή ψιχάλιζε μόνο. Βγήκα από την πόλη, πέρασα τον Λευκώνα και έστριψα στο δρόμο για Ηράκλεια.

 

Εξαιτίας του ποτού έπρεπε να σταματήσω να κατουρήσω.  Βρήκα ένα μέρος, σταμάτησα και άφησα μόνο τα αλάρμ αναμμένα. Δεν υπήρχε φωτισμός στο σημείο και λόγω της βροχής δεν φώτιζε ούτε το φεγγάρι.

 

Κατέβηκα για να κατουρήσω. Αγριεύτηκα λίγο από το μέρος είναι η αλήθεια. Μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθεί. Κοιτούσα δεξιά αριστερά αλλά δε μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτα μέσα στο σκοτάδι.

 

Ξαφνικά, η αίσθησή μου ότι υπάρχει και κάποιος άλλος στο μέρος επιβεβαιώθηκε από τα βήματα που άκουσα πολύ κοντά μου! Άκουγα τις πατημασιές μέσα στις λάσπες!

 

Ευτυχώς είχα τελειώσει το κατούρημα. Κούμπωσα βιαστικά το παντελόνι μου και γύρισα να μπω γρήγορα στο αυτοκίνητο. Μόνο που με το που γύρισα είδα μπροστά μου έναν ψηλό, ηλικιωμένο άντρα με άσπρο μουσάκι. Τρόμαξα.

 

Δεν ήθελα να σε τρομάξω, μου είπε και χαμογέλασε. Δεν του απάντησα τίποτα. Ποιος είναι αυτός, τι θέλει από εμένα, τι μπορεί να μου κάνει είναι μερικές από τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό μου.

 

Έχω λίγο πιο κάτω το μαντρί με τα πρόβατά μου, συνέχισε ο ηλικιωμένος άντρας, και ήρθα να δω αν έγιναν ζημιές από τη βροχή. Έτσι είδα το ατύχημα που έγινε πριν λίγο και ήρθα να δω τι συμβαίνει, συμπλήρωσε.

 

Ποιο ατύχημα, τον ρώτησα εγώ.

 

Με την νταλίκα αμέσως μετά την στροφή που έπεσε πάνω σε ένα αυτοκίνητο, απάντησε εκείνος.

 

Δεν είχα δει τίποτα εγώ, δεν είχα ακούσει τίποτα, δεν μπορούσα να καταλάβω για πιο ατύχημα μου μιλούσε ο παππούς.

 

Πρέπει να φύγω παππού, του είπα και πήγα να μπω στο αμάξι.

 

Κάτσε, μου είπε και με έπιασε από τον ώμο. Κάτσε να ανάψουμε ένα κεράκι στις ψυχές των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στο ατύχημα, συμπλήρωσε και μου έδειξε ένα μικρό εκκλησάκι που ήταν τοποθετημένο στην άλλη μεριά του δρόμου.

 

Σκέφτηκα να του κάνω τη χάρη.  Πήγαμε στο εκκλησάκι και άναψα το καντηλάκι. Τη στιγμή που το άναβα, άκουσα ένα φρενάρισμα, είδα το φώτα ενός αυτοκινήτου που ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα. Ήταν μια νταλίκα. Ο οδηγός λόγω της ολισθηρότητας του δρόμου έχασε τον έλεγχο, ντελαπάρισε στην στροφή και καρφώθηκε στις προστατευτικές μπάρες του ρεύματος που πήγαινα εγώ.

 

Έτσι και δεν καθυστερούσα να ανάψω το καντηλάκι, πιθανών η νταλίκα να καρφωνόταν πάνω μου!

 

Γύρισα να δω τον παππού που με πήγε στο εκκλησάκι. Δεν ήταν πουθενά. Όπως εμφανίστηκε ξαφνικά, έτσι ξαφνικά εξαφανίστηκε.

 

Ξέρω όμως ότι του χρωστάω τη ζωή μου!