Μια αναγνώστρια του Strange, σπουδάστρια Φιλοσοφικής στο τμήμα Αρχαιολογίας μου έστειλε μια σχετική ιστορία, όπου περιγράφει με λεπτομέρειες μια σκηνή που έζησε πριν από μερικά χρόνια, σε ηλικία δεκαοκτώ χρονών στην Ικαρία.

Συντροφιά με άλλα τρία φιλικά της πρόσωπα, ένα βράδυ είχαν κατασκηνώσει σε μια συγκεκριμένη θέση, έχοντας αποφασίσει με αφορμή την Αυγουστιάτικη πανσέληνο να οργανώσουν κάποια λατρευτική τελετή προς τη Θεϊκή Αρχή, με θέμα : «προσφορά-αλήθεια-αγάπη», απευθυνόμενοι σε Αυτήν μέσα από διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις, με τις οποίες ήταν ιδιαίτερα οικείο το καθένα από τα μέλη της παρέας.

Αναγνώστηκαν λοιπόν προσευχές από θιβετανικά, βουδιστικά, ινδιάνικα και αρχαιοελληνικά ιερά κείμενα, ενώ μέσα από αυτά επικαλούνταν και το τοπικό πνεύμα του Ίκαρου να παραστεί στην εκδήλωση. Η αυτοσχεδιαζόμενη αλλά προσεκτικά οργανωμένη τελετή υποβοηθήθηκε από «τυχαίους» παράγοντες (η φίλη μου εξιστορεί τον παράξενο τρόπο με τον οποίο βρέθηκαν στα χέρια τους το λάδι και ο μούστος, που ήταν απαραίτητα για το τελετουργικό σενάριο, μαζί με την προαναγγελία από κάποιο γέροντα ότι θα ήταν εκείνη που θα μετέδιδε τη σοφία της στους υπόλοιπους) και κύλησε καλά όπως είχε σχεδιαστεί χωρίς ιδιαίτερες επιπτώσεις τουλάχιστον μέχρι το τέλος…

«Και εκεί που είχαμε ηρεμήσει και καθόμασταν πίνοντας τον μούστο, διατεταγμένοι ακόμα στις θέσεις που είχαμε πάρει για την τελετή, συνέβη.

Ήμασταν καθισμένοι σε σχήμα σταυρού γύρω από μια φωτιά. Ήμουν αυτή που είχα εμπρός της τον γκρεμό/βουνό και την πλάτη της στη θάλασσα. Έτσι λοιπόν έτυχε (και εκεί θυμηθήκαμε έπειτα τα λόγια του γέροντα) να είμαι στην καλύτερη θέση όσον αφορά την πανσέληνο. Την είδα λοιπόν πρώτη να ξεπροβάλλει πάνω από το βουνό. Στη μέση του γκρεμού που σχηματιζόταν μπροστά του (όπου δεν μπορούσες με τίποτα να κατέβεις), υπήρχε ένας παλιό, πιθανόν αρχαίος βωμός ή κάτι που τέλος πάντων φαινόταν σαν βωμός. Αποτελούνταν από δύο κολώνες και μια πλάκα, κάτι δηλαδή σαν πέτρινο παγκάκι. Κατά περίεργο τρόπο δεν το θυμάμαι πολύ καλά, μόνο για τις κολώνες είναι πλέον σίγουρη, ήταν πάντως πολύ μικρό σε μέγεθος και όγκο.

Τότε λοιπόν, καθώς κοιτούσα τη πανσέληνο, το βλέμμα μου κέντρισε κάτι που βρισκόταν πάνω στο βωμό! Αυτό το κάτι χωρίς να ξέρω γιατί, το κοίταξα κατευθείαν, χωρίς να σκεφτώ και χωρίς να το έχω δεν έστω με την άκρη του ματιού μου. Στην αρχή είδα ένα μαύρο θόλο, ένα… ακαθόριστο σύννεφο το οποίο κινούνταν διαρκώς! Όχι στον χώρο αλλά σαν μάζα μέσα του, ενώ στεκόταν στο ίδιο σημείο.

Στην αρχή δεν μπόρεσα να σκεφτώ ακριβώς επειδή δεν μπορούσαν να εξηγήσω αυτό που έβλεπα. Συνέχισα λοιπόν να το κοιτάω χωρίς να αντιδράσω (πρέπει να πέρασαν δύο τρία λεπτά ή τόσα μου φάνηκαν) και ξαφνικά σχηματίστηκε ένας νεαρός άντρας, ίσως γύρω στα είκοσι πέντε. Φυσικά δεν τον έβλεπα τόσο καθαρά αλλά έτσι τον αισθανόμουν. Έβλεπα μόνο το περίγραμμα του σώματός του και όχι τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Είχε μακριά μαλλιά μέχρι τον ώμο και λίγο σπαστά απ’ ότι φαινόταν στο περίγραμμα. Καθόταν πάνω στη πλάκα, μπροστά από τις κολώνες, στον γκρεμό! Ακριβώς πάνω από το κεφάλι του ήταν η πανσέληνος σε ακριβή ευθεία με αυτόν και τον βωμό. Από εκεί ακριβώς ξεκίνησε να φαίνεται και να ανεβαίνει η πανσέληνος (τυχαία η θέση του ναού άραγε;). Τότε είχα πιστέψει πως ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσα να δω τα χαρακτηριστικά του ήταν γιατί βρισκόταν μπροστά από το φεγγάρι και συνεπώς μπροστά από το φως. Βέβαια τώρα πια αναρωτιέμαι μήπως δεν είχε;

Μόλις αυτό το μαύρο σύννεφο σχηματίστηκε σε αυτόν τον καθισμένο στη πλάκα άντρα, ένιωσα τόσο έντονα, όσο δεν έχω νιώσει ποτέ μου, ότι αυτό το κάτι με κοιτάζει  και μάλιστα μέσα στα μάτια! Και όχι μόνο με κοίταζε, αλλά ένιωθα να βρίσκεται τόσο κοντά ενώ παράλληλα βρισκόταν τόσο μακριά λες και μπορούσε να ακούσει ακόμα και την ανάσα μου! Τότε άρχισα να ουρλιάζω και να πηγαίνω προς τα πίσω με τα τέσσερα, έτσι όπως ήμουν καθισμένη οκλαδόν. Ενώ ταυτόχρονα μέσα στο παραλήρημά μου πότε ψιθύριζα και πότε φώναζα : «Με ακούει. Με ακούει, με κοιτάζει, τι είναι αυτό;». Είχα μια πολύ έντονη αίσθηση μέσα σε όλες τις άλλες ότι το «αυτό» δεν ήταν καθόλου καλό…

Όταν πλέον άρχισα να ουρλιάζω και να πηγαίνω κουτρουβαλώντας προς τα πίσω οι φίλοι μου αντιλήφθηκαν ότι κάτι συμβαίνει και έτρεξαν προς το μέρος μου. Με το που σηκώθηκαν «εκείνος» ή «εκείνο» επίσης σηκώθηκε και άρχισε να φεύγει προς τα πίσω, έστω και αν πίσω του δεν υπήρχε αρκετός χώρος ώστε να προχωρήσει και να εξαφανιστεί, ήταν μόνο οι κολώνες και το πέτρωμα του βράχου/βουνού… Σηκώθηκε και έφυγε με την … όπισθεν, κοιτώντας με παράλληλα καθώς έφευγε και δημιουργώντας μου την αίσθηση πως γελούσε! Δεν μπορώ πραγματικά και να θέλω να περιγράψω την αίσθηση που άφηνε ο τρόπος με τον οποίο περπατούσε. Αυτή η κίνησή του… Είχες την εντύπωση περπατάει κάτι μαγικό, όπως στις ταινίες ή στα παραμύθια, όπου οι θεοί αποχωρούν επιβλητικά…

Λίγο πριν χαθεί εντελώς όταν είχε μείνει να φαίνεται μόνο το κεφάλι του και ενώ εγώ μη μπορώντας να μιλήσω με λογικό ειρμό, είχα αρχίσει να δείχνω προς τα εκεί στους φίλους μου, τον είδαν…Πρόλαβαν και είδαν βέβαια το κεφάλι του μόνο αλλά τουλάχιστον είδαν έστω και αυτό. Ήταν μια μαγική ανακούφιση για μένα γιατί ήθελα να το έχουμε δει τέσσερις και όχι μόνη μου. Βέβαια για τα όσα είδα και ένιωσα εξαρχής που ήταν και τα πιο σημαντικά έχετε μόνο το δικό μου λόγο. Ότι υπήρχε όμως «αυτός» και το όλο σκηνικό όπως ακριβώς σας το περιέγραψα μπορούν να το επιβεβαιώσουν και οι υπόλοιποι.

Σε εκείνο το σημείο και γενικότερα σ’ αυτόν τον γκρεμό δεν μπορείς εύκολα, αν όχι καθόλου, να κατέβεις. Αλλά και αν κατέβεις για να τον ανέβεις δεν υπάρχει σημείο που να μην φαίνεται ώστε να ανέβη χωρίς να τον δούμε. Και όμως δεν είδαμε από πουθενά να φεύγει. Όσο και αν ψάξαμε, όσο και αν παρατηρήσαμε»