Η Έλενα Π. στέλνει τη δική της ιστορία που διαδραματίστηκε το 1978.

«Το σπίτι όπου πέθανε ο παππούς μου είναι μεσοτοιχία με ένα σπίτι, στο οποίο κατά καιρούς έχουν συμβεί διάφορα περιστατικά, ακόμα και Poltergeist και στο οποίο έμεναν παλιότερα συγγενείς της οικογένειάς μου. Αυτά συνέβησαν κυρίως εκείνο τον καιρό αλλά συνεχίζουν μέχρι και σήμερα.

Μερικά βράδια πριν λοιπόν, οι γείτονες παρατήρησαν φαινόμενα, όπως τη μετακίνηση πολύ βαριών επίπλων στον επάνω όροφο του σπιτιού χωρίς να είναι κανείς εκεί, τα δυο παιδιά του ζευγαριού ήταν τότε μωρά και τα είχαν δίπλα τους. Κάποια βράδια ο άντρας της οικογένειας άκουγε χτυπήματα στην πάνω πόρτα του σπιτιού και έπειτα κάτι ή κάποιον να τρέχει στις εξωτερικές σκάλες και όταν άνοιγε τη πόρτα δεν έβλεπε κανένα. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται γιατί πίστευε ότι κάποιος τον κάνει πλάκα.

Να σημειώσω ότι υπάρχει κοινόχρηστη αυλή στα σπίτια μας και μια μεγάλη καγκελόπορτα η οποία όταν ανοίγει είναι αδύνατον να μην κάνει θόρυβο!

Ένα βράδυ λοιπόν συνέβη το ίδιο περιστατικό και ο άνδρας αποφασισμένος να βρει ποιος του κάνει πλάκα αντί να πάει στη πόρτα, έτρεξε στο μπαλκόνι (που βλέπει στο παράθυρο του δικού μου σπιτιού, το οποίο έχει κάγκελα), για να τον προλάβει. Και έκπληκτος βλέπει απ’ το παράθυρο του σπιτιού μου να βγαίνει ένα τεράστιο μαύρο πουλί, σαν να είχαν εξαφανιστεί τα κάγκελα! Μέχρι τότε δεν πίστευε ότι υπήρχαν πνεύματα ή κάτι τέτοιο και ήταν ανένδοτος ως προς αυτό το ζήτημα. Την ίδια στιγμή η μητέρα μου καθόταν στο σπίτι και διάβαζε ένα περιοδικό, όταν ξαφνικά βλέπει στο τοίχο του δωματίου ένα οβάλ πράγμα σαν σκιά αλλά τι χρώμα του ήταν πίσσα μαύρο και ξαφνικά νιώθει στο πόδι της τρεις γρατσουνιές, από ψηλά στο μηρό έως το γόνατο και βλέπει και εκείνη κάτι μεγάλο να φεύγει από το παράθυρο σαν να μην υπήρχαν τα κάγκελα και βγαίνει έξω ουρλιάζοντας.

Ταυτόχρονα βγαίνει έξω και ο γείτονας και της διηγείται το περιστατικό…

Έπειτα από τρεις μέρες (στο ίδιο σπίτι) απεβίωσε ο πατέρας της…»