Πολλοί από τους γύρω κατοίκους είδαν μια γυναίκα να τριγυρνά στις πολεμίστρες ντυμένη με ένα ελαφρύ άσπρο φόρεμα σαν νυχτικό. Βέβαια, δεν υπέθεσαν τίποτα παράξενο, παρά ότι ήταν κάποια προβληματική. Ένας όμως μια πολύ κρύα νύχτα που γύρισε αργά στο σπίτι του την είδε να κάθεται σε μια πολεμίστρα και υπέθεσε ότι ήθελε να αυτοκτονήσει..

Έτσι κίνησε για τις σκάλες που ανεβαίνουν πάνω με την προϋπόθεση να την αποτρέψει και να την συμπαρασταθεί. Ο αέρας εκεί ψηλά φυσούσε δυνατά και σήκωσε το γιακά του για να προφυλαχτεί. Πλησιάζοντας, αναρωτήθηκε πως καθόταν τόσο άνετα και δεν κρύωνε. Έφτασε πολύ κοντά της και άρχισε διστακτικά να της μιλά. Αυτή δεν γύρισε το κεφάλι αλλά από το πλάι διέκρινε πόσο χλομή ήτανε. Μια δεύτερη τρομακτική εικόνα όμως πέρασε στο συνειδητό του. Ο άσπρος της λαιμός είχε ένα φρικτό μαύρο σημάδι σαν να πληγώθηκε από κάτι που την έσφιξε εκεί. Έμεινε ακίνητος με χίλιες σκέψεις στο μυαλό του και μπόρεσε να ψελλίσει αν της συνέβαινε κάτι. Αυτή γύρισε αργά το κεφάλι της και αντίκρισε τον   επίδοξο βοηθό της μ’ ένα κενό, νεκρό, χωρίς έκφραση βλέμμα, με μάτια τόσο σκοτεινά σαν να μην είχε καθόλου. Ο άνθρωπος παρέλυσε και ήξερε βαθιά μέσα του εκείνη τη στιγμή ότι είχε να κάνει με κάτι εξώκοσμο και μεταφυσικό που δεν έπρεπε να βρίσκεται σε αυτό τον κόσμο αλλά βαθιά χωμένο στη γη…

Όταν σαν σε όνειρο η οπτασία άνοιξε το στόμα να μιλήσει και έκανε να κινηθεί προς αυτόν, τότε τα πόδια του ξεμούδιασαν από το σοκ και το συναίσθημα αυτοσυντήρησης ενεργοποιήθηκε – όπως ακριβώς το είπε στους δικούς του – γύρισε τη πλάτη και το έβαλε στα πόδια. Όταν έφτασε σπίτι του, τους ξεσήκωσε όλους και με ακαταλαβίστικα λόγια τους έβγαλε έξω για να τους δείξει την πολεμίστρα όπου είδε την οπτασία. Δεν υπήρχε τίποτα και οι δικοί του δεν αντέδρασαν αρνηστικά, συνηθισμένοι στις φήμες που άκουγαν εδώ και χρόνια στη γειτονιά για το ίδιο θέμα. Εκείνη τη κοπέλα τη βάφτισαν μάλιστα «η κρεμασμένη»!