Κάποιοι μοναχικοί περίεργοι φίλοι, δύο τον αριθμό, εξοπλισμένοι με φανάρια και νεανικό εξερευνητικό ενθουσιασμό, βρήκαν πέρασμα και πέρασαν και μετακινώντας κάποια αγκωνάρια, μπήκανε σε ακαθόριστες σε μέγεθος και μάκρος στοές. Διαλέξανε το βράδυ για να μην δώσουνε στόχο στους γύρω και σε κάποια στιγμή της διαδρομής τους αντιλήφθηκαν ένα όγκο σ’ ένα κούφωμα σαν πέτρινο κρεβάτι! Έντρομοι σκέφτηκαν να φύγουν αμέσως αλλά η περιέργεια τους έδωσε θάρρος να ρίξουν μια ματιά από πιο κοντά. Εκεί υπό το φως των φακών τους είδαν ένα ανθρώπινο σώμα με παλιοκαιρήσια φορεσιά που έμοιαζε με βρόμικο λευκό ράσο, ξυπόλητο και… με περασμένο σχοινί στο λαιμό του!

Το πρόσωπό του ήταν στραμμένο προς το μέρος τους με ανοιχτά τα μάτια και πολύ ζωντανή έκφραση οδύνης.

Εννοείται ότι τότε πια το έβαλαν στα πόδια σκοντάφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο από τη βιασύνη τους να βγουν έξω.