Υπάρχει ένα χωριό στη περιοχή Λαγκαδά που λέγετε Κριθιά. Βρίσκετε 3χλμ μακρύτερα από την Άσσηρο. Είναι μια «λίμνη» και οι πύλες της ανοίγουν 1.30, 3.00, 4.30. Όσοι θέλουν να έχουν μερικές περίεργες εμπειρίες και να εξασκήσουν τα άλλα μάτια τους και επίσης όσοι μένουν ή βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη καλό είναι να την επισκεφτούν. Έχει και πολλά «όμορφα» σπίτια ωστόσο αλλά οι «καταστάσεις» εκεί είναι τόσο έντονες ώστε και ο κάθε ανυποψίαστος τις νοιώθει. Εδώ θα σας παραθέσω μια ιστορία που έτυχε σε έναν ανυποψίαστο μεν αλλά διερευνητικό δε φίλο μου, εξ’ αιτίας μου. Ο φίλος μου σπουδάζει φυσικός αλλά έχει ακούσει κάποια πράγματα από μένα καθώς και έχει αρκετά προβληματιστεί από μόνος του ώστε δεν χαλιέται να τα ψάχνει. Ωστόσο δεν γνωρίζει ούτε καν τις «Μπαλανικές» θεωρίες. Συναντηθήκαμε στο χωριό μου, γύρο στις τρις παρά. Μου πρότεινε να πάμε σε ένα παρακμιακό μέρος να ποιούμε μια μπίρα. Εγώ είχα αίσθηση της όμορφης βραδιάς που διανύαμε και του πρότεινα να πάμε στη Κριθιά. «είναι ένα περίεργο χωριό σκέτη παρακμή» του είπα. «πάμε όπου θες» μου είπε. Στο δρόμο Θεσ/νίκης- Σερρών, μετά την Άσσηρο, του είπα να στρίψει αριστερά και τον προειδοποίησα αν νοιώσει κανένα περίεργο συναίσθημα να μου το πει. Το χωριό απέχει τρία χιλιόμετρα από τη διασταύρωση και πηγαίναμε με 60-80 διότι μια περίεργη καταχνιά κάλυπτε το οδόστρωμα και τα φώτα δεν φέγκανε πολύ καλά, ενώ τα αστέρια από τον ουρανό μόλις που διέκρινες ένα δύο. Λίγο πριν φτάσουμε στην είσοδο του χωριού όπου δεσπόζει μια «φωταγωγημένη» ανηφόρα, που είπε «πω πω με έπιασε ένα ψυχοπλάκωμα», «ιδέα σου θα είναι» του είπα. Ήταν Κυριακή 3.10 το πρωί και όλα τα μαγαζιά (ακόμα και ένα κλαμπάκι) ήταν κλειστά, όντως μια όμορφη νύχτα. Διασχίσαμε το κεντρικό δρόμο, έως την εκκλησία και κάναμε αναστροφή να φύγουμε. Στο γυρισμό παρατηρήσαμε ένα καφενείο με 7-8 παππούδες (κυριολεκτικά παππούδες) να συζητούν. «τι μέρος είναι εδώ ρε συ; Παππούδες τέτοια ώρα; Κάτι δεν πάει καλά εδώ!» μου λέει. «τι έτσι θα φύγουμε;» του λέω και του προτείνω να σταματήσουμε. Αυτός συνεχίζει με 20 και μετά από λίγο του το ξαναλέω. Συνεχίζει για άλλα 500 μέτρα και έπειτα σταματά στο ποιο «όμορφο» μέρος. Μόλις ακινητοποιείτε το αυτοκίνητο, τον βλέπω να παίρνει μια μορφή αηδίας και να ξεκινά σπρινιάροντας. «αηδίασα με μαλάκα! Τι είναι αυτό…πάμε να φύγουμε…ζούνε άνθρωποι εδώ…πως ζούνε εδώ ρε….φεύγω όπου νάνε, αρκεί να φύγω». Αυτός έτρεχε σαν τρελός και εγώ φώναζα να προσέχει μέχρις ότου φτάσαμε στη διασταύρωση και βγήκαμε στο κεντρικό. Ψάχνοντας για τα τσιγάρα του, μου είπε «ρε συ κάτι ένοιωσα σαν να με τραβούσε και σταμάτησα, ένοιωσα σαν κάτι να μπήκε μέσα μου και να με βούλιαζε στην περιοχή, έτρεχα γιατί νόμιζα πως κάτι ήταν πίσω μου και με κυνηγούσε, μόνο τώρα ηρέμισα (είχαμε περάσει ήδη την Άσσυρο), φοβήθηκα ρε μαλάκα, όχι φοβήθηκα…χέστηκα! Ο δρόμος μου φάνηκε ατελείωτος στο γυρισμό, τι μέρος είναι αυτό ρε, πως ζούνε εδώ….ζούνε;». καταλήξαμε στη Θες/νίκη στο Berlin όπου του μίλησα λίγο για αυτά, αλλά όπως μου είπε δεν θυμόταν καλά αν με άκουσε να του λέω να σταματήσει και πως το ψυχοπλάκωμα δεν τον άφηνε να ανασάνει, τον έπνιγε ιδίως λίγο πριν ξεκινήσει να φύγουμε.