Στην Έδεσσα υπήρχε ένας μεγάλος πλάτανος που οι Τούρκοι τον χρησιμοποιούσαν για να απαγχονίζουν τους χριστιανούς από έναν σιδερένιο κρίκο καρφωμένο ψηλά στον κορμό του. Το δέντρο υπήρχε μέχρι το 1924 που το έκοψαν. Λέγεται πως οι ψυχές των πεθαμένων στοίχειωναν το δέντρο και τρομοκρατούσαν όσους τύχαινε να περάσουν δίπλα του αργά το βράδι. Σκιές αιωρούνταν γύρω από τον κορμό του και βογκητά ακούγονταν.

«Ο παππούς μου», αναφέρει μια μαρτυρία, «δεν πίστευε τα όσα λέγονταν για τον πλάτανο. Για να αποδείξει πως τίποτα δεν συνέβαινε έμεινε μια νύχτα μέχρι αργά κάτω από τα κλαδιά του μέχρι που κανένας δεν ήταν τριγύρω. Και ενώ γελούσε μέσα του για τις ανόητες προλήψεις, άκουσε κάποιον να λέει μια προσευχή πίσω του. Γύρισε ξαφνιασμένος αλλά δεν είδε τίποτα. Μετά μια άλλη φωνή έλεγε το «Πάτερ Ημών» και ένας φρικτός τριγμός ακούστηκε. Σήκωσε τα μάτια του και είδε να κρέμεται ψηλά από τον κορμό ένα σώμα που πήγαινε πέρα δώθε από τον αέρα και έλεγε λόγια από προσευχές. Σκιάχτηκε τόσο που έκανε το σταυρό του και έφυγε τρέχοντας μακριά λέγοντας «ο Θεός να σας αναπαύσει». Από κει και μετά κάθε φορά που τύχαινε να περάσει κοντά από τον πλάτανο έκανε το σταυρό του και μουρμούριζε προσευχές για την ανάπαυση αυτών που είχαν χαθεί άδικα».