Λίγο έξω από το χωριό Πλατανίτσα του νομού Αχαΐας οι ντόπιοι λένε πως υπάρχει ένα στοιχειωμένο δέντρο. Αποφεύγουν ακόμα και να το υποδείξουν από φόβο μήπως και τους βλάψει. Πριν από μερικά χρόνια ο Νίκος, ένας από τους κατοίκους του χωριού, βρέθηκε αργά στην ύπαιθρο και το πήρε το σκοτάδι. Επιστρέφοντας στο σπίτι του είδε κάτι να φωσφορίζει μέσα στη νύχτα, σαν πολλές πυγολαμπίδες μαζί, μόνο που δεν ήταν η εποχή τους. Πήγε κοντά και όσο πλησίαζε τόσο το φως φαινόταν να εξασθενίζει. Τρέχοντας σχεδόν στα τυφλά κατάφερε να δει πριν χαθεί εντελώς ο ελαφρύς φωσφορισμός, πως προερχόταν από ένα δέντρο. Όταν το έφτασε όμως κάθε φως είχε σβήσει. Συλλογίστηκε πως κάτι θαυμάσιο θα είχε αυτό το δέντρο και από φόβο μη δεν το βρει την επόμενη μέρα, κοιμήθηκε ακουμπώντας στο κορμό του. Το πρωί έβγαλε το πουκάμισό του και το έδεσε σε ένα από τα κλαδιά και σίγουρος πλέον ότι δεν θα έχανε την τοποθεσία πήγε στο σπίτι του για να πάρει ένα τσεκούρι και ένα φτυάρι. Ήταν πεπεισμένος πως το δέντρο έκρυβε κάποιο θησαυρό. Όλη την ημέρα έσκαβε ολόγυρα στο κορμό πληγώνοντας και κόβοντας τις ρίζες αλλά πουθενά ο θησαυρός. Κατάκοπος, ιδρωμένος και μέσα στη σκόνη, συνέχιζε να σκάβει ολοένα και με μεγαλύτερη μανία μέχρι που άρχιζε να σκοτεινιάζει. Οργισμένος που το δέντρο δεν του φανέρωνε το θησαυρό του έπιασε το τσεκούρι και προσπάθησε να το κόψει. Χτυπούσε λυσσασμένα το ξύλο αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να κάνει μικρές χαρακιές στον χοντρό κορμό. Κάποιοι λένε πως άκουγαν όλη τη νύχτα τις τσεκουριές του. Το επόμενο πρωί τον βρήκαν να περιφέρετε στην πλατεία του χωριού μουρμουρίζοντας ακατανόητα λόγια. Κάποιοι που τόλμησαν να πάνε μέχρι το δέντρο το βρήκαν άθικτο από την ολονύκτια προσπάθεια του Νίκου. Ο ίδιος ήρθε στα λογικά του μερικές ημέρες αργότερα αλλά αρνήθηκε να τους πει τι ακριβώς είχε συμβεί εκείνο το βράδι.