Πριν από λίγο καιρό κάποιος φίλος είχε πάει στον Γέροντα του στην Σκήτη του κοντά στις Καρυές, ένα μαγευτικό και πνιγμένο στην βλάστηση ορεινό μέρος κοντά στην μονή Παντοκράτορος και στην Σταυρονικήτα.

Μετά από μια περιεκτική όπως πάντα συζήτηση που είχαν, με μεγάλο το πνευματικό όφελος, αποχαιρέτησε τον χαρισματικό αυτό Γέροντα, (ενώ έξω περίμεναν και άλλοι προσκυνητές να τον μιλήσουν) και κίνησε πεζή για την μονή του Παντοκράτορος όπου συνήθως καταλύει όταν βρίσκεται στο Άγιο Όρος.

Ο δρόμος ήταν κατηφορικός και φυσούσε ένα δροσερό αεράκι. Το τοπίο με φόντο την θάλασσα ήταν μαγευτικό, αλλά σε λίγο άρχισε να βρέχει και ο αέρας έγινε ξαφνικά πολύ δυνατός. Περπατούσε με μεγάλη δυσκολία ώσπου έφτασε σε ένα μονοπόρτι που έκοβε στην πλαγιά δεξιά από τον κυρίως δρόμο, σε μια απότομη κατηφόρα και έφτανε πιο γρήγορα στο μοναστήρι που φαίνονταν μεγαλόπρεπο κάτω στην βραχώδη ακτή.

Μπήκε στο μονοπάτι αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να το βαδίσει καθώς ήταν πολύ στενό και το νερό το είχε μετατρέψει σε μικρό χείμαρρο. Πολύ κουρασμένος γύρισε προς τα πίσω να ανέβει αναγκαστικά ξανά στον κεντρικό δρόμο και τότε είδε από ψηλά στον δρόμο να περνάει ένα φορτηγό. Σκέφτηκε προς στιγμή ότι σώθηκε από την ταλαιπωρία.

Φώναξε δυνατά αλλά δυστυχώς ο οδηγός του φορτηγού δεν τον άκουσε. Τι κρίμα σκέφτηκε,. Φαίνεται πως έπρεπε να κουραστεί και άλλο. Ένοιωθε πραγματικά ξεθεωμένος καθώς ανέβηκε και ξαναβρέθηκε στον κυρίως δρόμο για το μοναστήρι.

Η βροχή τώρα είχε δυναμώσει και είχε γίνει μπόρα, ο αέρας φυσούσε και τα πόδια του πονούσαν. Προχώρησε σφιγμένος και σε λίγο σε μια στροφή του δρόμου αντίκρισε δεξιά του την είσοδο ενός άλλου μονοπατιού μέσα σε πυκνή βλάστηση που είχε και μια ταμπέλα, «προς μονή Παντοκράτορος».

Αμέσως σκέφτηκε να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι που δεν το ήξερε γιατί φαντάστηκε ότι σίγουρα θα έφτανε πιο γρήγορα στο μοναστήρι. Μπήκε με κάποιο δισταγμό μέσα στο στενό μονοπάτι και σε λίγο βρέθηκε σε ένα φανταστικό τοπίο όπου η βλάστηση των δέντρων ήταν τόσο πυκνή, ενώ η βροχή που ακούγονταν έκανε δυνατό θόρυβο.

Προχώρησε διστακτικά ενώ γύρω του απλώθηκε ένα μυστήριο μισοσκόταδο όπου διακρίνονταν οι φιγούρες των δέντρων σαν γιγάντια παράξενα και μυστήρια ζωντανά πλάσματα. Καθώς βάδιζε κατάκοπος ξαφνικά συνέβη κάτι που τον κατατρόμαξε.

Στα αριστερά του ήταν μια απόμακρη πλαγιά και κάτω κυλούσε ένα βαθύ ρυάκι. Μέσα από την πλαγιά έξαφνα πρόβαλαν μικρά αγριογούρουνα που έτρεχαν σαν τρελά από το ένα μέρος στο άλλο. Τον έπιασε φόβος γιατί αμέσως του ήρθε η σκέψη πως κοντά στα μικρά βρίσκεται και η μεγάλη αγριογούρουνα που είναι αδυσώπητη όταν καταλάβει ότι κάποιος άγνωστος βρίσκεται κοντά στα μικρά της.

Ένοιωσε ένα ρίγος και σκέφτηκε πως αν προβάλλει μέσα από την βλάστηση με επιθετικές διαθέσεις, θα έπρεπε να σκαρφαλώσει σε κάποιο δέντρο αν και τα πόδια του δεν τον έπαιρναν. Ήταν πραγματικά σε απελπιστική κατάσταση και με δυσκολία κρατιόνταν όρθιος. Σκέφτηκε πως μπορεί ακόμα και να είχε φτάσει το τέλος.

Τότε συνέβη κάτι το τελείως απροσδόκητο. Από το βάθος του μονοπατιού εμφανίστηκε σαν ανθρώπινη φιγούρα ένα μαύρο ψηλό, αγέρωχο άλογο, που τον κοιτούσε με νόημα. Έμοιαζε σαν παράξενη απόκοσμη ανθρώπινη φιγούρα ντυμένη σε μαύρα ράσα.

Στην αρχή τρόμαξε, αλλά μετά μια φωνή μέσα του τον έσπρωξε να πάει προς τα εκεί. Το άλογο άρχισε να περπατάει αργά προς τα μπρος και κάθε λίγο και λιγάκι γυρνούσε πίσω για να δει αν τον ακολουθούσε ο προσκυνητής. Ήταν σαν να του μιλούσε και να του έλεγε, «ακολούθα με και θα είσαι ασφαλής». Αυτός άρχισε να αισθάνεται μια περίεργη στην αρχή σιγουριά.

Το άλογο έδειχνε ότι σαν να καταλάβαινε την απελπιστική του κατάσταση και ότι είχε έρθει να τον βοηθήσει και να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει τον δρόμο του.

Περπάτησε αρκετή ώρα με το άλογο σαν «προστάτη» και οδηγό. Ήταν πολύ περίεργο, αλλά όσο περνούσε η ώρα άρχισε να έχει την αίσθηση ότι το άλογο ήταν άνθρωπος που τον αντιμετώπιζε με αγάπη και τον προστάτευε από το άγνωστο μισοσκόταδο τοπίο.

Το βλέμμα του είχε μια παράξενη αίσθηση ότι καταλαβαίνει πολύ περισσότερα από εκείνον, ότι έχει την αντίληψη του περιβάλλοντος και του χρόνου αλλά και της κατάστασης του, σαν να ήταν κάτι παραπάνω από αυτόν.

Η βροχή δεν είχε σταματήσει και ήταν ήδη μούσκεμα. Πέρασαν το ποταμάκι από ένα αυτοσχέδιο πετρώδες πέρασμα που το υπέδειξε το άλογο και σε λίγο σε μια ανηφόρα αντίκρισε τα πρώτα κτίσματα του μοναστηριού. Ένοιωσε μια μεγάλη ανακούφιση. Το άλογο σαν άνθρωπος προχώρησε τώρα πιο γρήγορα και πήγε σε ένα μικρό ξέφωτο.

Εκεί σταμάτησε σοβαρό και περίμενε τον προσκυνητή. Όταν έφτασε δίπλα του αυτό τον κοίταζε με ένα χαρακτηριστικό, σοβαρό, αλλά πολύ φιλικό ύφος. Ένοιωσε παράξενα ενώ ήταν παντού βρεγμένος τα πόδια του πονούσαν και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ένοιωσε την ανάγκη να το ευχαριστήσει σαν άνθρωπο και του μίλησε. Εκείνο τον κοίταζε σαν να καταλάβαινε τι του έλεγε. Για μια στιγμή κατάλαβε πως αυτή ήταν η φυσιολογική του θέση.

Λογικά θα έπρεπε να βρίσκεται συνέχεια εκεί και να μην απομακρυνθεί χωρίς να του το ζητήσει κάποιος καλόγερος για κάποια εργασία, όμως το άλογο είχε φύγει από την φυσιολογική του θέση, είχε έρθει μέσα στο μονοπάτι μέχρι σε αυτόν και από εκεί τον κάλεσε τρόπον τινά να το ακολουθήσει και να τον βγάλει από το μονοπάτι όπου τριγύριζαν τα αγριογούρουνα με άγνωστες διαθέσεις, ίσως επικίνδυνες ακόμα και για την ζωή του.

Τότε ένοιωσε ξαφνικά μια πρωτόγνωρη όμορφη αίσθηση. Νόμιζε πώς είδε για μια στιγμή σαν φωτογραφικό φλάς στην θέση του αλόγου έναν πολύ ψηλό, πολύ αδύνατο και αγέρωχο καλόγερο που τον κοιτούσε με μια πρωτόγνωρη γλυκιά συμπάθεια.

Κάπως σαστισμένος, βρεγμένος μέχρι το κόκαλο, προχώρησε για να φτάσει κατάκοπος στην κάτω μεγάλη πύλη του μοναστηριού που έβλεπε στο Αιγαίο Πέλαγος. Η βροχή δεν είχε σταματήσει και πότιζε τώρα όλο του το κορμί.

Όταν μπήκε στην αυλή του μοναστηριού ένοιωσε μια μεγάλη ανακούφιση και πήγε και προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας που στέκεται μόνη όρθια σαν αόρατη θεία μορφή με τα χέρια σαν να σπέρνουν την γη. Μετά το προσκύνημα κάθισε λίγο να ξαποστάσει και να συλλογιστεί τι είχε συμβεί.

Θυμήθηκε τότε πως κάποιοι προσκυνητές μιλούσαν για τους αόρατους μοναχούς που συχνά εμφανίζονται σαν αιθέριες μορφές, συχνά σαν κλασικοί αδύνατοι και γυμνοί καλόγεροι, συχνά σαν μυστήριες μαυροφορεμένες φιγούρες που κάνουν πως δεν σε ακούνε και στη συνέχεια χάνονται μυστηριωδώς.

Δεν ήθελε να ισχυριστεί πως αυτή ήταν μια εμπειρία συνάντησης με κάποιο αόρατο μοναχό, αλλά…!

Νίκος Χειλαδάκης
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος