Ο ιατρός Δημ. Ασημής κατοικούσε στην οδό Πανεπιστημίου στην παλιά οικία Σερπιέρη παραπλεύρως σχεδόν της Αγροτικής Τράπεζας. Το σπίτι ήταν διώροφο και είχε επί της οδού Πανεπιστημίου τρία χαμηλά παράθυρα σιδηρόφρακτα, τα οποία ανήκαν στο ισόγειο όπου ο γιατρός είχε το γραφείο του και την αίθουσα αναμονής των ασθενών. Ήταν μεσάνυκτα το έτος 1910 και ο γιατρός βρισκόταν στο γραφείο του όταν άκουσε επανειλημμένα χτυπήματα στο παράθυρο. Αμέσως σηκώθηκε, άνοιξε το παράθυρο και είδε τον υπηρέτη του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντοπούλου ο οποίος του είπε με τρόμο και με βία να πάει αμέσως στο σπίτι «διότι ο κ. Πρόεδρος πεθαίνει». Ο γιατρός τότε άνοιξε την πόρτα και έβαλε τον υπηρέτη μέσα στην αίθουσα αναμονής ενώ αυτός ντυνόταν βιαστικά και μετά από λίγο αναχώρησαν για την οικία του Κωνσταντόπουλου η οποία βρισκόταν εκεί κοντά, στην οδό Σόλωνος. Μέχρι ένα σημείο ο Ασημής βάδιζε δίπλα δίπλα με τον υπηρέτη κατόπιν όμως βιαζόμενος περισσότερο τάχυνε το βήμα του και τον άφησε πίσω, ακούγοντας όμως τα βήματά του. Φτάνοντας στο σπίτι του Κωνσταντόπουλου το βρήκε βυθισμένο στο σκοτάδι, πράγμα το οποίο του προκάλεσε έκπληξη. Χτύπησε την πόρτα επανειλημμένα η οποία άνοιξε ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΥΠΗΡΕΤΗ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕ ΟΤΙ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ. Κατάπληκτος τον ρώτησε πότε και πως ήρθε πιο μπροστά από αυτόν αφού τον είχε αφήσει πίσω. Ο υπηρέτης βρισκόταν σε τέλεια άγνοια των συμβάντων και μην καταλαβαίνοντας τίποτα από τα ερωτήματα του γιατρού, έλεγε πως ο κ. Πρόεδρος είναι καλά και κοιμάται. Ο κ. Ασημής όμως παραμερίζοντας τον κατάπληκτο υπηρέτη κατευθύνθη αμέσως και παρά τις διαμαρτυρίες του υπηρέτη στην κρεβατοκάμαρα του Κωνσταντόπουλου όπου άρχισε να τον φωνάζει χωρίς όμως να παίρνει καμία απάντηση. Μπήκε τότε μέσα και άρχισε να τον κουνάει και δεν άργησε να καταλάβει πως ο Κωνσταντόπουλος ήταν νεκρός