" 'Εφυγα από τα πρόβατα νύχτα, κοντά δώδεκα η ώρα, για να πάρω ψωμί από το σπίτι. Εκεί που διάβαινα του Κωνσταντή τη δημοσιά, μου παρουσιάστηκε ένα μεγάλο θηρίο. Είχε φεγγάρι και το έβλεπα στα είκοσι μέτρα. Ήταν σαν μεγάλο βόδι. Από τα ρουθούνια του άστραφταν φλόγες. Στέκονταν ολόρθο χωρίς να βγάζει φωνή. Φοβήθηκα και γύρισα πίσω στα πρόβατα. Με ρώτησε τότε ο γέρος που είχαμε συνέταιρο το βιός. "Γιατί γύρισε πίσω Γιάννη; " " Γιατί σκιάχτηκα από ένα φάντασμα". Εγώ τότε ήμουν κοντά στα δεκατρία μου χρόνια. Αυτός εκείνη την ώρα μου είπε : " Μη φοβάσαι γιατί δεν είναι τίποτε ". Μετά τρία χρόνια μου ομολόγησε ότι το είχε δει και ο ίδιος.