Τοποθεσία : Καλαμάτα

Ημερομηνία : Αύγουστος 2009

Ώρα 22:00

 

Η 14χρονη Νίκη Σταυριανοπούλου (αναμεμιγμένη και σε άλλες παράξενες περιπτώσεις) είχε πρόσφατα γίνει φίλη με ένα κορίτσι του οποίου οι γονείς είχαν εστιατόριο δίπλα στη θάλασσα. Ήταν γύρω στις 8 το βράδυ και στο εστιατόριο γινόταν ένα πάρτυ γενεθλίων για ένα φίλο του αδερφού της έτσι φυσιολογικά συναντήθηκε με τη φίλη της. Γύρω στις 10 το βράδυ η Νίκη και η φίλη της αφού κολύμπησαν στη θάλασσα κουράστηκαν και βγήκαν έξω.

Η φίλη της έκατσε στη παραλία ενώ εκείνη στην ακτή λίγο πιο μέσα από εκεί που σκάνε τα κύματα. Το νερό ερχόταν μέχρι το στήθος της καθώς καθότανε. Ξαφνικά αντιλήφθηκε μικρούς κυματισμούς στο νερό. Τους έδειξε στη φίλη της η οποία συμφώνησε πως δεν τους δημιουργούσε άνεμος καθώς δεν φυσούσε. Με την άκρη του ματιού της είδε ένα σχήμα σαν το πάνω μέρος του κορμιού ενός παχουλού άντρα να βγαίνει από το νερό. Όταν γύρισε να το δει καλύτερα το είδε να βυθίζεται κάτω από τα κύματα. Η φίλη της το είδε επίσης αλλά σκέφτηκαν πως ήταν κάποιος ο οποίος κολυμπούσε εκείνη τη νύχτα. Επιπλέον, ήταν δίπλα σε μία καλά φωτισμένη περιοχή δίπλα σε ένα εστιατόριο και με άλλα άτομα να κολυμπάνε στη περιοχή αν και σε μεγάλη απόσταση. Προς στιγμή δεν σκέφτηκαν κάτι μέχρι τη στιγμή που η Νίκη ένιωσε κάτι να σφίγγει τον αστράγαλό της. Θυμάται πως υπήρχαν δάχτυλα και ένας αντίχειρας, μακριά και λεπτά με κάτι σαν μεμβράνη ανάμεσά τους. Δεν είχαν κατανοήσει μέχρι τότε πως ήταν «κάτι άλλο», σκεφτόμενες πως κάποιος φίλος της, της έκανε αστεία. Αισθανόταν την άμμο να γρατζουνάει τα γόνατα και τα χέρια της και ξαφνικά αντιλήφθηκε ότι την τραβούσαν κάτω από το νερό. Τα χέρια της γατζώθηκαν στην άμμο και στα βότσαλα αλλά δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν το βάρος της. Το κορμί της ανεβοκατέβαινε μέσα και έξω από το νερό έτσι ώστε δεν μπορούσε ούτε να ουρλιάξει (το ένστικτό της, της έλεγε πως έπρεπε να βρει τον κατάλληλο ρυθμό εισπνοής/εκπνοής για να μην πνιγεί)

Μέρος του εαυτού της, της έλεγε πως ήταν ένα αστείο από κάποιον και πως θα σταματούσε. Θυμάται τη φίλη της στη παραλία να έχει παραλύσει από το σοκ. Αργότερα είπε στη Νίκη πως ήθελε  να φωνάξει για βοήθεια αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί. Η Νίκη μέσα στον πανικό της άρχισε να αντιλαμβάνεται πως ότι και να ήταν δεν πρόκειται να την αφήσει, ήθελε να την πνίξει. Μέσα στη φρενίτιδα της στιγμής άρχισε να χτυπάει και να κλωτσάει με το ελεύθερό της πόδι. Αρχικά δεν ένιωθε τίποτα και συνέχισε να σκέφτεται «Πάμε, πάμε» προσπαθώντας να δώσει θάρρος στον εαυτό της να ελευθερωθεί. Κάποια στιγμή (τώρα ήταν κάτω από το νερό και τα μαλλιά της είχαν πέσει μπροστά εμποδίζοντας την όρασή της), το πόδι της κλώτσησε κάτι μαλακό. Ένιωσε σαν να χτύπησε μάγουλο και πιο συγκεκριμένα την περιοχή κάτω από το ζυγωματικό και πάνω από το σαγόνι. Την στιγμή που το πόδι της έδωσε το χτύπημα το χέρι που την κρατούσε την άφησε και αυτή μπόρεσε να βγει στην επιφάνεια να πάρει ανάσα. Άρχισε να κολυμπάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την ακτή και ακόμη και τότε ένιωσε τα δάχτυλα να προσπαθούν να την πιάσουν. Είναι σίγουρη πως τα κλώτσησε αρκετές φορές. Δεν σταμάτησε να κολυμπάει μέχρι που βγήκε από το νερό και ξάπλωσε στη πλάτη της. Η φίλη της κοιτούσε ακόμα σαν χαμένη και πήρε κάποια ώρα πριν τρέξει προς τη Νίκη. Η πατούσα του ποδιού της Νίκης είχε γρατζουνιές και κάποιες από αυτές αιμορραγούσαν ελαφρώς. Είχε ακόμα μία γρατζουνιά στον αστράγαλο η οποία αιμορραγούσε. Είναι περιττό να πούμε πως μετά το περιστατικό σπάνια πήγαιναν για νυχτερινό κολύμπι και δικαιολογήθηκε στη μητέρα της για τις πληγές πως προκλήθηκαν από κάποια βράχια.

 

HC addendum