Όταν μετά από αρκετούς μήνες έγινε η κουρά μου, μετά από πολλή κούραση μα και πολλή κατάνυξη, θέλησα λίγο να αναπαυθώ. Πριν όμως κοιμηθώ, κάποιος ανοίγει την πόρτα του κελλιού μου τελείως αντικανονικά, χωρίς να πει το συνηθισμένο: «Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Μπήκα ξαφνικά σε σκέψεις, και αισθάνομαι μια τρομερή δυσοσμία, αφόρητη. Βλέπω τότε από πάνω μου τον απρόσκλητο επισκέπτη. Τί φοβερό και φρικιαστικό θέαμα! Ήταν ο ίδιος ο σατανάς. Τερατόμορφος, κερασφόρος, πυρίπνους, πυρόφθαλμος, δασύτριχος, με νύχια μακρυά. Με κύτταξε βλοσυρά και αγριεμένα, και μου είπε γελώντας σαρκαστικά: «Ε! Ε! Τί ήλθες βρε να κάνεις κι εσύ εδώ; Τώρα θα σου δείξω εγώ». Άπλωσε το χέρι πάνω στο στήθος μου, μα το τράβηξε αμέσως, βγάζοντας ένα φριχτό ουρλιαχτό: «Άααα». Άθελα του είχε αγγίξει τον τίμιο Σταυρό πού κρεμόταν στο στήθος μου. Εξαφανίστηκε ευθύς, αφήνοντας πίσω του μια ανυπόφορη δυσοσμία.