Ο Δημήτρης Αινιάν, αγωνιστής του Εικοσιένα και βιογράφος του Καραϊσκάκη, εξιστορεί ένα περιστατικό σχετικό με την εμφάνιση βρικόλακα όπως του το αφηγήθηκε ο πάρεδρος ενός χωριού παραδίπλα από τα Τουρκικά και κοντά στην Υπάτη Φθιώτιδας και συνέβηκε το 1850 [Βιβλιοθήκη του Λαού, Α΄1852, σ.282-290]:

 

"//Πριν δυο χρόνια βρικολάκιασε ένας συγχωριανός μας. Φαινόταν τις νύκτες φωτιά από τον τάφο του και πάρα πολλές φορές πήγαινε στο σπίτι του, έκανε κτύπους και θορύβους, ανακάτευε τα πράγματα μέσα στο σπίτι του και η δυστυχισμένη γυναίκα του, που την τρόμαζε και την κυνήγαγε γύρω από το τραπέζι, κινδύνευε να πεθάνει από τον φόβο της, γιατί κανείς από τους γειτόνους της δεν πήγαινε να την βοηθήσει. Όταν δε νύκτωνε όλοι είμαστε αναγκασμένοι να κλείνουμε καλά τις πόρτες και τα παρά-θυρα στα σπίτια μας και να τα φυλάμε καλά για να μην έλθει και μπει ο βρικόλακας και στα δικά μας. Τέλος πάντων αφού δεν μπορούσαμε να υποφέρουμε αυτήν την δυστυχισμένη ζωή, αποφασίσαμε να ανοίξουμε ......

..... τον τάφο του πεθαμένου και βρικολιασμένου συγχωριανού μας. Και τι βρίσκουμε μέσα στον τάφο του???? Αυτόν ολόκληρο και απείραχτο, όπως ήταν τότε που τον θάψαμε και είχε κιόλας παχύνει περισσότερο!

Όλοι μας απορίσαμε και τρομάξαμε που τον είδαμε έτσι απείραχτο και άλιωτο. Τότε ο εφημέριος του χωριού μου είπε να φέρω ένα λοστό και αφού τον έφερα, είπε: "να πάρει ένας από εσάς τον λοστό και κρατώντας τον με τα δυο χέρια του να κτυπήσει με όλη του την δύναμη το σώμα του βρικολιασμένου στον μέρος της καρδιάς του ώστε ο λοστός να περάσει από το άλλο μέρος". Κανείς από τον φόβο του δεν κουνήθηκε να πάρει τον λοστό για να κάνει το παλούκωμα.

Τότε ο εφημέριος είπε σ΄έναν γεροδεμένο νεαρό που φαινόταν ότι είχε περισσότερο θάρρος από εμάς τους υπόλοιπους..."Παιδί μου είναι ντροπή νέος σαν και σένα να φοβάσαι ένα πεθαμένο. Έπειτα όπως ξέρεις είναι και Σάββατο και καμιά δύναμη και εξουσία δεν έχει αυτός εδώ ο βρικόλακας για να κάνει κακό".

Ο νεαρός, είτε θέλεις από ντροπή, είτε θέλεις από σεβασμό στον εφημέριο δεν τόλμησε να αρνηθεί και αφού πήρε το μυτερό λοστό, στάθηκε πάνω από το σώμα του βρικολακιασμένου και με όλη του την δύναμη τον κάρφωσε στην καρδιά. Αλλά τότε με μεγάλη μας φρίκη είδαμε ότι ο λοστός δεν μπήχτηκε στο σώμα και ο βρικολακιασμένος μαζεύτηκε ως να ήταν ζωντανός. Αυτό το θυμάμαι τόσο έντονα σαν να συνέβηκε σήμερα. Αμέσως ο λοστός έπεσε από τα χέρια του νεαρού συγχωριανού μας και εμείς από τον φόβο μας παρά λίγο να φεύγαμε αν δεν μας εμψύχωνε ο εφημέριος μας λέγοντας μας να μην φοβόμαστε γιατί είναι Σάββατο και ο βρικόλακας δεν μπορεί να μας κάνει κακό. Μας βάζει αμέσως μετά να μαζέψουμε ξύλα και να ανάψουμε μια φωτιά επάνω στον βρικολακιασμένο. Μετά από τρεις ώρες καταφέραμε να τον κάψουμε και μετά από τότε δεν τον ξαναείδαμε στο χωριό μας. Και από τότε δεν ξαναείδαμε άλλο βρικολακιασμένο, εκτός από αυτόν που αύριο Σάββατο έχουμε σκοπό να τον ξεχώσουμε και να τον κάψουμε...//".