Σε ακατοίκητο κυκλαδονήσι βρισκόταν πιθανότατα η πύλη για τα Ηλύσια Πεδία των αρχαίων Ελλήνων. Οι παλαιολιθικές ταφές (εποχή Νεάντερταλ, περίπου 35.000 χρόνια π. κ.ε.) που βρέθηκαν στο Καρμήλιον όρος της Παλαιστίνης, στο σπήλαιο Shanidar του Ιράν και στην La Ferraisie της Γαλλίας, αποτελούν την αρχαιότερη μαρτυρία που διαθέτουμε για τη συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στους νεκρούς και επιβεβαιώνουν την ευρεία διάδοση της σχετικής αντίληψης. Η σύγχρονη τεχνολογία, που επιτρέπει λεπτομερείς αναλύσεις των υλικών καταλοίπων του ανθρώπου, έχει συμβάλει σημαντικά και στην ανίχνευση συναισθηματικών καταστάσεων.
Ετσι, η αναγνώριση καταλοίπων γύρης γύρω από το σκελετό ενός νεκρού στο σπήλαιο Shanidar οδήγησε στο συμπέρασμα ότι εκείνοι που τον τοποθέτησαν εκεί φρόντισαν να τον καλύψουν με άνθη. Με τον τρόπο αυτόν, οι επιζώντες εκδηλώνουν την αγάπη τους στο άτομο που αποχώρησε οριστικά από τον κόσμο τούτο και ταυτόχρονα δείχνουν κάποια πίστη, ότι ο θάνατος δεν αποτελεί το τέλος της ύπαρξης, αλλά μάλλον σημαδεύει την αρχή του ταξιδιού προς έναν άλλο κόσμο. Προφανώς από εκεί ξεκίνησε και το παγκόσμιο επίσης έθιμο της ταφής του νεκρού μαζί με προσφιλή του αντικείμενα, τα γνωστά μας κτερίσματα.
Μεταθανάτιοι κόσμοι: Με την πάροδο των χιλιετιών, η πίστη στην ύπαρξη άλλου κόσμου, στον οποίο μεταβαίνουν οι νεκροί, πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή στις μυθολογίες διαφόρων λαών με διάκριση περιοχών, στις οποίες κατέληγαν οι καλοί και οι κακοί αντίστοιχα. Παραδείγματος χάριν, το Alburz για τους Πέρσες, οι «χαρούμενοι τόποι κυνηγιού» για τους Ινδιάνους της Αμερικής, το Tlalocan (ανατολικά) ή το Tamoanchan (δυτικά) για τους Αζτέκους, το παραδεισιακό νησί Bolotu για τους κατοίκους της νήσου Tonga στον Ειρηνικό, τα Πεδία Ialu για τους αρχαίους Αιγυπτίους, ο Κήπος της Εδέμ για τους Εβραίους, τα Ηλύσια Πεδία για τους Αρχαίους Ελληνες, ο Παράδεισος για τους χριστιανούς κ. λπ. είναι οι τόποι ευδαιμονίας, όπου καταλήγουν τα πνεύματα εκείνων που συμπεριφέρθηκαν σωστά επάνω στη γη.
Αντίθετα, οι κακοί μεταναστεύουν σε τόπους αιώνιας τιμωρίας. Τέτοιοι τόποι ήσαν το Sheol ή Aralu για τους Βαβυλώνιους, η χώρα Yomi για τους Ιάπωνες, το Mictlan για τους Μεξικανούς, το Amenti για τους αρχαίους Αιγυπτίους, ο Αδης ή τα Τάρταρα για τους Ελληνες, η «γέεννα του πυρός» ή κόλαση για τους χριστιανούς κ. ο. κ. Οσο ανιαρή κι αν φαίνεται αυτή η δειγματοληπτική απαρίθμηση των περιπτώσεων, υποδηλώνει τη διαχρονικότητα και τονοικουμενικό χαρακτήρα της αντίληψης για την ύπαρξη μεταθανάτιων κόσμων.
Σύμφωνα με μιαν ερμηνεία, ο τόπος αιώνιας ευδαιμονίας των αρχαίων Ελλήνων, τα «Ηλύσια Πεδία», απηχούν την αιγυπτιακή αντίληψη περί «Πεδίων Ιαλού» και συνεπώς αποτελούν αιγυπτιακή επίδραση. Ακόμη κι αν συνέβη αυτό, οι Ελληνες φαίνεται ότι την αντίληψη αυτή την επεξεργάστηκαν προσαρμόζοντάς την στις δικές τους εμπειρίες από τον δικό τους κόσμο. Στην τέταρτη ραψωδία της Οδύσσειας (561-565) δηλώνεται ότι τον Μενέλαο οι αθάνατοι θα τον μεταφέρουν «ες Ηλύσιον πεδίον», όπου βρίσκεται και ο ξανθός Ραδάμανθυς, ενώ κατά τον Ησίοδο οι ψυχές των ηρώων μεταβαίνουν στις Νήσους των Μακάρων, όπου κάνουν ξένοιαστη ζωή, αφού η εύφορη γη εκεί καρπίζει τρεις φορές το χρόνο (Έργα και Ημέραι 170-173).
Είναι προφανές ότι τόσο τα Ηλύσια Πεδία όσο και οι Νήσοι των Μακάρων εκφράζουν αντιλήψεις εποχών πολύ παλιότερων από εκείνες του Ομήρου ή του Ησιόδου, και ίσως ανάγονται βαθιά στην Εποχή του Χαλκού, όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους ελληνικούς μύθους. Η δε σύλληψη της ιδέας ότι τα Ηλύσια Πεδία βρίσκονται σε νησιά προσιδιάζει στον χαρακτήρα λαού νησιωτικού.
Κυκλάδες και Κρήτη: Ένας από τους σημαντικότερους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στην «πολυνησία» του Αιγαίου είναι ο Κυκλαδικός της 3ης χιλιετίας π. κ.ε. και είναι εύλογο να αναζητήσει κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο την γένεση της ιδέας περί Νήσων των Μακάρων. Ο Μαρινάτος, που είχε ασχοληθεί με το θέμα, τοποθετούσε τη γένεση του μύθου στην Υστερη Εποχή του Χαλκού, τον 16ον αι. π. Χ., όταν ο Κρητομυκηναϊκός πολιτισμός βρισκόταν στο απόγειο της ακμής του.
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο και το πλουσιότερο νησί στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, θεώρησε ότι αυτή πρέπει να είχε κεντρική θέση στην αντίληψη για το Ηλύσιον, όπου, συν τοις άλλοις, βασίλευε ο αδελφός του Μίνωος, ο Ραδάμανθυς. Ωστόσο, όπως έχει υποστηριχθεί (βλ. «Κ» 19-10-08), είναι αμφίβολο αν οι προϊστορικοί Κυκλαδίτες αντιλαμβάνονταν την Κρήτη ως νησί. Αλλωστε, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι νησιώτες θα τοποθετούσαν το καταφύγιο των ψυχών σε έναν τόσο πυκνά κατοικημένο τόπο, όπως ήταν η Κρήτη.
Από την αρχαιολογική έρευνα στα Πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία έχουν προκύψει σοβαρές ενδείξεις για ανακομιδές οστών, για ύπαρξη οστεοφυλακίων και κενοταφίων αλλά και για τελετουργικές πράξεις στα νεκροταφεία άσχετες από τους ενταφιασμούς νεκρών. Ισως μέσα στις τελετουργίες αυτές να περιλαμβανόταν και η ανακομιδή και εναπόθεση των οστών σε απόμακρους τόπους που θεωρούνταν ως μόνιμη κατοικία των νεκρών.
Σύμφωνα με τους αρχαίους μυθογράφους, χάσματα και σπηλιές αποτελούσαν την είσοδο του Αδη, απ’ όπου οι ψυχές περνούσαν προκειμένου να ξεκινήσουν το μακρύ ταξίδι για τις Νήσους των Μακάρων, τις οποίες Όμηρος και Ησίοδος τοποθετούν σε τόπους μακριά από τους ζώντες («εις πείρατα γαίης»).
Ακόμη, σύμφωνα με τον Όμηρο, στα νησιά αυτά «ούτε χιονίζει ούτε θύελλες υπάρχουν ούτε βρέχει καν, αλλά ο Ωκεανός πάντα στέλνει τις αύρες του Ζέφυρου που δροσίζουν τους ανθρώπους» (Οδύσσεια δ, 566-568), ένα κλίμα που δεν διαφέρει πολύ από εκείνο των Κυκλάδων. Σκόρπια μεταξύ 26ου και 28ου παραλλήλου τα νησιά αυτά βρίσκονται σε ομβροσκιά, διαθέτουν ήπιο ξηρό κλίμα τον χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι δροσίζονται από τους ετησίας ανέμους, τα μελτέμια.
Δεν αποκλείεται, λοιπόν, ένα απόμερο/ακατοίκητο νησί των Κυκλάδων να είχε θεωρηθεί η πύλη προς τις Νήσους των Μακάρων και σ’ αυτό να μεταφέρονταν τα οστά των νεκρών. Στα ανατολικά της Νάξου, ακριβώς απέναντι από τον όρμο της Μουτσούνας, υπάρχει μικρή συστάδα βραχονησίδων που είναι γνωστές με το όνομα Μάκαρες. Ωστόσο, η μέχρι σήμερα αγνόησή τους από την αρχαιολογική έρευνα δεν επιτρέπει τη διατύπωση οποιασδήποτε άποψης για τον ρόλο τους στην αρχαιότητα.
Η έρημη Κέρος: Πολύ μεγαλύτερο, αλλά εντελώς ορεινό και σχεδόν ακατοίκητο ήταν το νησί της Κέρου, ανάμεσα στη Νάξο και την Αμοργό. Το νησί αυτό έγινε γνωστό τα μεταπολεμικά χρόνια από την αρχαιολογική λεηλασία που υπέστη κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 στη θέση Κάβος Δασκαλιού: χιλιάδες κομματιασμένα μαρμάρινα Κυκλαδικά ειδώλια και αγγεία κοσμούν μουσεία και ιδιωτικές συλλογές ανά τον κόσμο.
Από τις μετέπειτα συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες συνάγεται ότι τα αντικείμενα αυτά αποτελούσαν κτερίσματα νεκρών και είχαν μεταφερθεί στην Κέρο από διάφορα νησιά, αφού προηγουμένως είχαν αχρηστευθεί με τελετουργικό σπάσιμο. Ερμηνεύεται, δηλαδή, η θέση Κάβος Δασκαλιού στην Κέρο ως ένα είδος παγκυκλαδικού ιερού. Συστηματική γεωλογική έρευνα έδειξε ότι η σαθρότητα του βράχου στην περιοχή αυτή έχει συντελέσει στη δημιουργία ρηγμάτων και χασμάτων, κάποιο από τα οποία θα μπορούσε να έχει θεωρηθεί η πύλη προς τα Ηλύσια Πεδία, προς τις Νήσους των Μακάρων.
Σταλαγμιτικές αποθέσεις που είχαν σχηματιστεί στην οροφή σπηλιάς πριν από την κατάρρευσή της της χρονολογήθηκαν στο δεύτερο μισό της 3ης χιλιετίας π.κ.ε. Επειδή δε η σπηλιά αυτή βρισκόταν ακριβώς μπροστά στην έκταση, όπου σημειώθηκε η μεγαλύτερη συγκέντρωση σπασμένων κτερισμάτων, εξ ού και η μεγαλύτερη λεηλασία από τους λαθρανασκαφείς, ενδέχεται αυτή να είχε θεωρηθεί από τους πρώιμους Κυκλαδίτες η πύλη προς τις Νήσους των Μακάρων.
Χρ. Γ. Ντουμας ομότιμος καθηγητής του Π. Α.
0 Σχόλια: