«Θα σου πω τωρα μια ιστορια. Μια ιστορια που εχει να καμει με το δικο μου μυστικο

Πριν γνωρισω τον Αλεξανδρο Τριγκα, ημουν δασκαλα. Μαυρουδιαρα στη γλωσσα των μαστορων. Μονο που τα μαυρουδιαρικα δηλαδη τα βιβλια και οι ιστοριες που γραφονταν μεσα στα βιβλια, ηταν για μενα οι άλλες κορυφογραμμες της ζωης.

Ο Αλεξανδρος, όπως και ο προπαππος μου ο πρωτομαστορας Αθανασιος αντιλαμβανονταν τη ζωη μεσα σπο την προσωπικη τους δραση μεσα στον κοσμο. Εγω αντιλαμβανομουν τη ζωη μεσα από την εξιστορηση της δρασης αλλων ανθρωπων. Η σχεση μου με τα βιβλια ηταν η σχεση ενός αναπηρου πρωην χορευτη, με τον χορο.

Εβλεπα τις περιπετειες τους και τις ζουσα δι αντιπροσωπου.

Αυτό όμως το φευγιο από τον αληθινο κοσμο, με ειχε τρομαξει.

Ποια ημουν εγω, που αρμενιζα τις Νοτιες θαλασσες διαμεσου του Ρομπερτ Λιουϊς Στηβενσον, που εγκληματουσα διαμεσου του Ντοστογιεφσκυ και που ανεβαινα τον ρου του Αξιου, διαμεσου των μυστικων περασματων των καραβανιων?

Τι νοημα ειχε η ζωη μου, όταν εχτιζα πετρινα γεφυρια παρεα με τα σημειωματαρια του προπαππου μου, αντι πραγματικα να ματωνω τα χερια μου στις πετρες?

Ξερεις, πως οι πρωτομαστορες, προκειμενου να στεριωσει το κτισμα, θυσιαζαν ένα ζωντανο πλασμα. Αλλοτε εθαβαν στα θεμελια έναν <στουρναρη> δηλαδη εναν κοκκορα και αλλοτε την αγαπημενη τους γυναικα, αναλογα ισως με το ποσο σημαντικο ηταν το εργο για τους ιδιους.

Ο τροπος που πηγαινα εγω να χτισω τη ζωη μου ητανε περα για περα λαθος.

Δεν ζεις δι’ αντιπροσωπων.

Ενιωθα λοιπον ότι κατι θα επρεπε να θυσιασω για να στεριωσω τα γεφυρια μου μεταξυ της φαντασιας και της πραγματικοτητας. Κι αυτό που οφειλα να θυσιασω ηταν ότι αγαπουσα περισσοτερο – εκεινη τη νεραϊδογεννημενη Αντιγονη.

Όταν γνωρισα τον αντρα μου, θαυμασα τη ρωμαλεα βουληση του για Ζωη. Ο Αλεξανδρος Τριγκας, δεν ηταν ενας απλος γιατρος που φιλοδοξουσε να καμει καριερα.

Ηταν ενας ιεραποστολος της Ζωης.

Αν εγω ως τοτε, ακροβατουσα με το ένα ποδι μου χωμενο περαγια περα στη φατνασια, αυτος πατουσε και με τα δυο του ποδια γερα στην πραγματικοτητα.

Στο Συμπαν, ελεγε ο Αλεξανδρος, υπαρχει μονο μια σταθερα – η ταχυτητα του φωτος. Στο ανθρωπινο συμπαν όμως, η μονη σταθερα που μπορει να αναγνωρισει κανεις είναι η Ζωη.

Οτι προωθει τη ζωη είναι καλο.

Οτι την αντιμαχεται είναι σκαρτο…

Αγαπησα τη βουληση του για ζωη, την απλοτητα των αξιων του και την δυναμη του να ξεπερνα κάθε αντιξοοτητα προκειμενου να πραξει ότι πιστευε πως ηταν σωστο να πραξει.

Σ’ αυτόν θυσιασα την Αντιγονη μου.

Στα δικα του θεμελια, εθαψα έναν εαυτο που με τρομαζε.

Τον εκαμα το γεφυρι μου για να σεργιανισω στον κοσμο.

Και ξερεις, δεν το μετανοιωσα.

Το γεφυρι μας στεριωσε…

Γνωριζεις όμως οτι στους θρυλους των μαστορων λεγεται και κατι ακομα. Λεγουν πως αν θαψεις στα θεμελια ένα αγαπημενο πλασμα, στεριωνει μεν το γεφυρι αλλα ο θρηνος του θαμμενου μπορει καποιες νυχτες να ξεφυγει από τα βαθη της πετρας.

Και να σε ξαναβρει!

Τον αντρα μου τον αγαπησα με παθος και, συμφωνα με τους νομους των ανθρωπων, ισως και να μην τον προδωσα ποτε.

Όχι όμως με τους νομους των φαντασματων…

Αυτή η νεαρη και νεραϊδογενητη μαυρουδιαρα, που καποτε εθαψα βαθεια στα θεμελια της νεας μου ζωης, δεν ειχε πεθανει εντελως.

Καποιες νυχτες ξετρυπωνε από τα εγκατα της γης και ερχονταν να μου θυμισει τις μυστικες γλωσσες που τοσο ευσυνειδητα ειχα προσπαθησει να αφησω πισω μου…

Θυμαμαι μια τετοια νυχτα, λιγο καιρο μετα που ειχα γεννησει το δευτερο μας παιδι.

Ο Αλεξανδρος κοιμοτανε αμεριμνος, όπως και το μικρο μας βρεφος, που η ανασα του ακουγονταν γαληνια πλαϊ στο συζυγικο κρεβατι.

Εγω όμως δεν ειχα γαληνη.

Εξω από το γλυκο μας κουκουλι, λυσομανουσε η ανοιξιατικη εκρηξη των βουνων. Η τσουχτερη ψυχρα δεν ηταν ερκετη για να καταλαγιασει τη ζωϊκη ζεστα, που ειχε αρχισει να τσουρουφλιζει τα ζουζουνια και τα σωματα των κοριτσιων. Ηταν σαν να ακουγα κρυφα μεσα στο σκοταδι, τον θορυβο που καμουν τα νυχτοπουλια όταν ζευγαρωνουν. Και παραπερα, πισω από τα αρχαια περασματα των βουνων, ακουα τις αλλοτινες κραυγες των καραβαναρηδων, καθως οδηγουσαν τα αλογα τους, φορτωμενα υφασματα και ποθους, στα χανια της Βοσνιας…

Η θαμενη Αντιγονη, η ερωμενη των ξωτικων, αποκτησε αξαφνα σαρκα και αιμα. Κι ηρθε να μου ξυπνησει τους ποθους που νομιζα από καιρο καταλαγιασμενους.

Το κορμι μου καιγονταν. Μου ηταν αδυνατο να επιβληθω σε κεινη τη ρωμαλεα ανοιξη των χυμων και να παραμεινω ησυχη διπλα στον αντρα μου και στα παιδια μου, ωσοτου να ξημερωσει και να ξεχαστουν τα τρομερα φαντασματα του σκοταδιου.

Βγηκα από τα ζεστα και ασφαλη μας σκεπασματα, αθορυβα σαν νυχτεριδα.

Παρα το ανοιξιατικο κρυο, ημουνα μουσκεμα στον ιδρωτα.

Εριξα προχειρα πανω μου ένα πανωφορι και πεταχτηκα εξω από τους τοιχους του σπιτιου μας,ποιυ ξαφνικα μου φαινονταν σαν τοιχοι φυλακης.

Εστησα αυτι να ακουσω τις μακρινες μου φωνες.

Ναι, ημουνα σιγουρη – κι ακομα ειμαι, πως όλα αυτά δεν ησαν καθολου ένα παιχνιδι των αισθησεων.

Λιγο πιο περα από τις καθημερινες μας ζωες, στα παλαια μονοπατια των καραβανιων και των μαστορων, μια άλλη ζωη λαβαινε χωρα. Μια αγρια και ιερη τελετη της Ανοιξης, στη οποια συμμετειχαν οι σκιες ολων αυτων των προσωπων και των ποθων και των χαμενων οραματων, που οι ανθρωποι θαβουμε βαθεια μεσα μας, για να μην μας καταπιουν.

Και τοτε ητανε σαν να κοπηκε ο νους μου.

Δεν υπηρχε πια η κυρια Αντιγονη του Τριγκα.

Δεν υπηρχε κανενα ονομα, κανενας προσδιορισμος. Ημουνα ολοκληρη σαρκα. Ημουνα το ιδιο φασματικη και απροσδιοριστη, όπως η νεαρη δασκαλα που ζουσε τη ζωη μεσα από τα φαντασματα της.

Οι αξονες που με κρατουσαν δεμενη στην καθημερινοτητα, διερραγησαν.

Αρχισα να τρεχω μουγκριζοντας σαν μαιναδα, προς την κατευθυνση οπου ακουγονταν οι φωνες των καραβαναρηδων. Δεν ειχα βανει ουτε παπουτσια και τα γυμνα μου πελματα ξεσχιζονταν στις αγριαδες του δρομου. Αλλα δεν καταλαβαινα ουτε πονο, ουτε κουραση, ουτε τιποτα. Ουρλιαζα και αλυχτουσα σαν ξαναμενη σκυλα.

Πρεπει να εφτασα ως τη γεφυρα, κατω στο ποταμι.

Κι εκει αναμεσα στους βαρεις κορμους των πλατανων, ξεκρινα τις φωτιες και τους χορους.

Ανθρωποι χωρις προσωπα, ανδρες και γυναικες, αγωγιατες, μαστοροι της πετρας, νεραϊδες, παραγιοι και τραγουδισταδες αγκαλιαζονταν και ενωνονταν σε μια περαν κάθε λογικης ιεροτελεστια, σε έναν βεβηλο και κτηνωδικο χορο, οπου τα σωματα ειχαν τον πρωτο και τον μοναδικο λογο.

Κανεις δεν ηξερε ποιος ή ποια ηταν διπλα του, κανεις δεν ανανγνωριζε ποια χερια εγδερναν μανιασμενα τη σαρκα του. Ηταν σαν να ειχαν διαλυθει τα ορια του Χρονου και να ενωνονται εναλλαξ οι ζωντανοι με τους πεθαμενους, οι παρακατιανοι με τους κυριους, οι κακομουτσουνοι με τους ομορφους. Ηταν σαν κάθε τι που ειχε ζησει μια φορα απανω σ αυτή τη γη, να ξαναζουσε για παντα.

Μυριζες φωτια, σπερμα και λιβανι.

Ηταν η μαγικη και Υπερτατη στιγμη μιας αλλης παρουσιας, οπου η ζωη εγκαθιδρυε οριστικα τη Νικη της απανω στον θανατο.

Πεταξα το πανωφορι μου και ετσι γυμνη από ονοματα και από προσδιορισμους ριχτηκα στο Ιερο Οργιο.

Δεν ημουν πια μια μυστικη γλωσσα.

Ημουν η ιδια η γλωσσα μου και όλα τα πλασματα γυρω μου, ηξεραν παλι να μιλησουν αυτή τη μια και μοναδικη λησμονημενη γλωσσα, που μιλιοτανε στην Πλαση πριν από τον καιρο της Βαβελ…

Με βρηκανε το πρωί μισολιποθυμη, να σερνομαι στις οχθες του Βοϊδοματη.

Τα ποδια μου και ολο το κορμι μου ηταν γεματο μελανιες κα;ι γραντζουνισματα. Σαν να με ειχαν δαγκωσει εκατονταδες στοματα. Σαν να με ειχαν ρουφηξει εκατονταδες χειλη. Σαν να ειχα απεκδυθει οσα ημουν πριν και οσα θα ημουν μετα.

Με περιεθαλψε ο αντρας μου, που απεφυγε να καμει το παραμικρο σχολιο.

Πολυν καιρο μετα και αφου πια ειχα ξαναγυρισει στην γνωστη Αντιγονη του Τριγκα και όλα πηγαιναν ρωλοϊ στην καθημερινη συμβιωση μας, εκαμε μονο μια αοριστη παρατηρηση, ότι υπαρχουν στιγμες στη ζωη ολωνων μας, που αναζηταμε απεγνωσμενα έναν ευρυτερο εαυτο…

Αλλα απεφυγε να το συζητησει άλλο μαζι μου.

Το αντιλαμβανονταν κι αυτος, όπως το αντιλαμβανομουν κι εγω, ότι επροκειτο για μια προδοσια αλλα ποιος από μας μπορει να θαψει εντελως έναν αρχεγονο εαυτο και να μην τον αφησει να ξαναβγει, εστω και για μια φορα, εστω και για μια νυχτα?

Οι σκιες μας είναι καπου εκει και μας περιμενουν, μιλωντας ακομα τις μυστικες γλωσσες που εμεις προσπαθουμε να τις λησμονησουμε…»